Η συρρίκνωση του Σύριζα, η υπαρξιακή κρίση του Μερα25 και η επανεμφάνιση, ως Νέα Αριστερά, πολιτικών δυνάμεων που άσκησαν μνημονιακή κυβερνητική πολιτική, είναι συμπτώματα της κρίσης εκπροσώπησης εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που συνηθίσαμε να αναγνωρίζουμε ως λαό της Αριστεράς, ως κοινωνική Αριστερά. Είναι, επομένως, πολιτικά επίκαιρο μέσα στην σημερινή ιστορική συγκυρία, το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης της κοινωνικής Αριστεράς, επομένως και το ερώτημα «τι ορίζουμε ως Αριστερά».
Η Αριστερά είναι (1) πολιτική έκφραση του ανταγωνισμού του κεφαλαίου και της εργασίας, (2) προσπάθεια συγκρότησης των υποτελών κοινωνικών τάξεων σε πολιτική δύναμη επί τη βάσει των συμφερόντων τους, της αντίληψης τους για τον κόσμο, επομένως της ιδεολογίας τους και της ηθικής τους, (3) συνείδηση ότι ισχύουν τα (1) και (2). Με αυτά τα κριτήρια συνηθίσαμε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά να αναγνωρίζουμε ένα κόμμα ή μια οργάνωση ως πολιτική Αριστερά.
Αυτός ο ορισμός περιελάμβανε και την σοσιαλδημοκρατία. Η σοσιαλδημοκρατία όμως δεν υπάρχει πια, έχει εγκαταλείψει προ πολλού τα εγκόσμια, για τους εξής λόγους: Η οικονομική βάση της ήταν η ύπαρξη ενός καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου βασισμένου στις μεγάλες αυξήσεις της παραγωγικότητας. Ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός, εν συντομία, έθετε σε λειτουργία τον εξής ενάρετο κύκλο: Οι αυξήσεις της παραγωγικότητας δημιουργούσαν πλεόνασμα που μοιραζόταν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, σε άνισα μεν μερίδια, τα οποία όμως επέτρεπαν (α) στην κερδοφορία να μεγεθύνεται, (β) στην αγοραστική δύναμη των μισθών να βελτιώνεται, και επομένως (γ) στην συνολική ζήτηση να αυξάνεται, έτσι ώστε (δ) να ωθεί τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, και επομένως (ε) την περαιτέρω μεγέθυνση του όγκου παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας και του αριθμού απασχολουμένων. Η υλική βάση του σοσιαλδημοκρατικού ενάρετου κύκλου ήταν οι μεγάλες αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας που αύξαναν κάθε έτος αυτό που μπορούσε να επιμεριστεί σε σημαντικές αυξήσεις των μισθών και των κερδών. Αυτός ο ενάρετος κύκλος της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να τεθεί τώρα σε λειτουργία επειδή οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας, έχουν μειωθεί και ήδη βρίσκονται στην περιοχή του μηδενός (1). Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία αναγνώριζε, λοιπόν, την ύπαρξη των κοινωνικών τάξεων και των αντιθέσεών τους ως κεντρικά στοιχεία του οικονομικού συστήματος, και για αυτόν τον λόγο ανήκε στην Αριστερά. Το γεγονός ότι υποσχόταν πως με την παρέμβασή της μεταξύ των δύο αντιτιθέμενων μερών, εκείνη θα κατόρθωνε να συμβιβάσει τα πράγματα προς όφελος του κόσμου της εργασίας και του κόσμου του κεφαλαίου (και πράγματι το κατόρθωνε μέχρι την κρίση της δεκαετίας του 1970) δεν την έθετε εκτός Αριστεράς. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για κόμματα που εξακολούθησαν να φέρουν το όνομα της σοσιαλδημοκρατίας μετά το 1990, ή για τα σοσιαλιστικά κόμματα ή για τα πλατιά κόμματα, όπως ο Σύριζα, το Μερα25 και η Νέα Αριστερά, διότι για αυτούς ο ανταγωνισμός κεφαλαίου και εργασίας, ο ανταγωνισμός των κοινωνικών τάξεων, είτε δεν υπάρχει είτε είναι δευτερεύον ζήτημα, ή μουσειακού ενδιαφέροντας. Ένα άμεσα προσβάσιμο αποδεικτικό υλικό για αυτόν τον ισχυρισμό, είναι τα ίδια τα κείμενά τους, από τα οποία έχει εκλείψει κάθε αναφορά στον καπιταλισμό και στην αστική τάξη, στον ανταγωνισμό κεφαλαίου και εργασίας (2). Έχουν εξαφανιστεί από αυτά οι αντίστοιχες λέξεις και μαζί με αυτές καταβυθίζονται στην λήθη και οι αντίστοιχες έννοιες, επομένως και κάθε θεωρία πολιτικής και οικονομικής ανάλυσης που αυτές οι έννοιες συγκροτούν.
Εάν, λοιπόν, πάρουμε ως αφετηρία τον ανωτέρω ορισμό, δεν μπορούμε να κατατάξουμε στην Αριστερά, ούτε τον Σύριζα και τις διασπάσεις του, ούτε το Μερα25 (ούτε φυσικά και το ΠΑΣΟΚ).
Μπορεί, βεβαίως, να αντιτάξει κάποιος σε αυτά, ότι αλλιώς θα έπρεπε να ορίσουμε την Αριστερά, όχι με τα ανωτέρω κριτήρια. Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την Αριστερά ως εκείνες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που μάχονται για την υπεράσπιση των ασθενέστερων μελών της κοινωνίας, των αποκλεισμένων, των καταπιεσμένων, των περιθωριοποιημένων, των φτωχών κλπ. Θα ήταν τότε η Αριστερά μια πολιτική δύναμη που αναφέρεται στις αξίες της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, σε αναζήτηση αντι-νεοφιλελεύθερης πολιτικής (ως εάν ο νεοφιλελευθερισμός να μπορούσε να μεταρρυθμιστεί). Η Αριστερά θα ήταν, τελικά, μια γενική καλή διάθεση να υπερασπιστούμε και να βελτιώσουμε την ζωή των ασθενέστερων. Μάλιστα, θα ήταν απλώς μια καλή διάθεση, όχι αναγκαστικά η υπεράσπιση των ασθενέστερων στην πράξη (με καλύτερο παράδειγμα διεθνώς τον κυβερνητικό Σύριζα). Ένας τέτοιος ορισμός της Αριστεράς επικράτησε, άρρητα, μετά το 1990 και περιελάμβανε με άνεση ακόμα και τον Ολάντ, τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Αλέξη Τσίπρα του τρίτου μνημονίου, την Έφη Αχτσιόγλου και τους άλλους μνημονιακούς που τώρα στεγάζονται στην Νέα Αριστερά. Ένας τόσο φαρδύς ορισμός της Αριστεράς θυμίζει την Ηθική του Σπινόζα, που όριζε τον Θεό με τόσο ευρύ τρόπο που τελικά, τα πάντα —άρα και τίποτα— είναι Θεός. Εάν η Αριστερά είναι όσοι βρίσκονται στα αριστερά του Ολάντ, τότε η Αριστερά είναι ένα λογοπαίγνιο, όχι επειδή μας διασκεδάζει αλλά επειδή είναι ένας κενός προσδιορισμός.
(1) Βλ. στο Πού κατευθύνεται ο καπιταλισμός; στo commune.org.gr (22/2/2024) και στο Πριν της 19/2/2024.
(2) Βλ. ενδεικτικά στα τρία ιδρυτικά κείμενα της Νέας Αριστεράς, στα οποιοδήποτε από τα κείμενα του Γιάννη Βαρουφάκη, στο άρθρο θέσεων της Ηρώς Διώτη στην Εποχή της 2/3/2024 το οποίο είναι το πιο συνεκτικό και διαυγές του χώρου τους.
-
Ηλίας Ιωακείμογλουhttps://commune.org.gr/author/eliasioakimoglou/
-
Ηλίας Ιωακείμογλουhttps://commune.org.gr/author/eliasioakimoglou/
-
Ηλίας Ιωακείμογλουhttps://commune.org.gr/author/eliasioakimoglou/
-
Ηλίας Ιωακείμογλουhttps://commune.org.gr/author/eliasioakimoglou/