Υπάρχει νέος ψυχρός πόλεμος;

<strong>Υπάρχει νέος ψυχρός πόλεμος;</strong>

Από το Marxist Review No 21, 2018 (http://www.irishmarxistreview.net/index.php/imr/article/view/291

Εισαγωγή του Νίκου Τριμικλινιώτη.

Το κείμενο του Martin Upchurch, που γράφτηκε το 2018, αναλύει του χαρακτήρα του «νέου ψυχρού πολέμου» με αναφορές στη πρότερη κατάσταση του πραγματικού ψυχρού πολέμου μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ανατολική Ευρώπη με έμφαση στη κατανόηση της μετάβασης στη νέα φάση στη Ιστορίας. Οι θεωρητικοί του καπιταλισμού βιάστηκαν τότε, θριαμβολογώντας, να εξαγγείλουν το «τέλος της ιστορίας». Περιγράφει πώς η μετάβαση των καθεστώτων του «υπαρκτού» που έγινε με καθοδηγούμενες ιδιωτικοποιήσεις από Δυτικούς «εμπειρογνώμονες» οδήγησε στην αρπαγή των κρατικών πόρων. Κι έτσι, Πρώην κομμουνιστές της νομενκλατούρας μετατράπηκαν έτσι σε ολιγάρχες, δηλαδή σε μεγιστάνες όπως και στη Δύση, αλλά σ’ ένα αυταρχικό καπιταλιστικό κλεπτοκρατικό καθεστώς υπό τον Γέλτσιν, το οποίο οι ΗΠΑ τότε ευλόγησαν.

Τρεις δεκαετίες από τότε, αναπτύσσονται νέες αντιφάσεις και επικίνδυνες πολώσεις με τρομακτική άνοδο της ανισότητας, στέρηση δικαιωμάτων, και αντί για το «τέλος της ιστορίας» με την απόλυτη επικράτηση του φιλελευθερισμού παρατηρούμε ενίσχυση θανατηφόρων εθνικισμών, φονταμεταλισμών και ρατσισμού στην υφήλιο μ έκρηξη νέων ή αναζωογονημένων συγκρούσεων και πολέμων δι’ αντιπροσώπων. Χαρακτηριστικό της εποχής τούτης είναι η επικίνδυνη άνοδος αυταρχισμού που παρατηρείται σε μια μακρόχρονη και παγκόσμια διαδικασία αποδημοκρατικοποίησης, η οποία καθόλου δεν περιορίζεται στο Παγκόσμιο Νότο και την Ανατολή: Αντιθέτως, παρατηρείται εξίσου και στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπου ο φιλελευθερισμός αποδημοκρατικοποιείται, επιβεβαιώνοντας την θέση ότι άλλο είναι ο φιλελευθερισμός, κι άλλο η δημοκρατία.

Βιώνουμε το σκηνικό ενός συγκρουσιακού πολυπολικού κόσμου χωρισμένου σε μπλοκ το οποίο χάλασε παντελώς το ανόητο ιδεολόγημα της αγαθής και καλής για όλους παγκοσμιοποίησης της νεοφιλελεύθερης οικονομίας: Το ιδεολόγημα αυτό ήθελε έναν κόσμο όπου η καλοκάγαθη και πανίσχυρη αγορά σε συνδυασμό με την ακαταμάχητη κι ασταμάτητη τεχνολογία σιγά-σιγά θα έκαναν το θαύμα τους, παραμερίζοντας τα κράτη, τους εθνικισμούς και τους μικρούς λαούς κι ομάδες, δίνοντας σ’ όλους τελικά, δικαιώματα κι ευμάρεια, πρώτα στον καπιταλιστή- entrepreneur, αλλά αυτό θα έκανε «trickle-down», σαν το νεράκι από τους «από πάνω» στους «από κάτω».

Ζούμε το τέλος αυτού του παραμυθιού.   

Κι ενώ εδώ, στην συλλογικότητα commune, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία  εστιάσαμε το τελευταίο διάστημα στο πόλεμο, δε πρέπει να διαφύγει της της οπτικής μας η ακόμα μεγαλύτερη εικόνα του κόσμου που αφορά στην αλματώδη ανάπτυξη της Κίνας. Η Κίνα που έχει πλέον οικονομικά ξεπεράσει τις ΗΠΑ με βάση το ΑΕΠ σε ισοδυναμίες αγοραστικής δύναμης, κι έχει ενισχύσει τη διεθνή της παρουσία και κάνει άλματα τεχνικά/τεχνολογικά, αποτελεί την ανερχόμενη υπερδύναμη την οποία έχουν στο στόχαστρο οι ΗΠΑ.  

Η μεγάλη εικόνα αυτή αφορά και στις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ που, αντί να επιχειρήσουν να βρεθεί άμεσα συμβιβασμός με ειρηνική επίλυση του Ουκρανικού, διαπραγματευόμενοι απευθείας με τον Πούτιν, προτιμούν να συνεχιστεί η αιματοχυσία εξοπλίζοντας τον Ζελενσκι, μέχρι να εξασθενήσουν, κι αν γίνεται να εξουδετερώσουν πλήρως τη Ρωσία για να εστιάσουν στο κύριο εχθρό που είναι η Κίνα. Ασφαλώς, εδώ το αυταρχικό κράτος της Ρωσίας δεν είναι αθώο θύμα, ούτε επενέβη και εισέβαλε στην Ουκρανία για «ανθρωπιστικούς λόγους» δήθεν για προστασία της ρωσικής μειονότητας – όπως προηγουμένως και οι ΗΠΑ δεν βομβάρδισαν την Γιουγκοσλαβία ή κατέλαβαν το Ιράκ και το Αφγανιστάν και κατέχουν έδαφος της Κούβας που χρησιμοποιούν ως βάση και για να βασανίζουν κρατούμενους για ανθρωπιστικούς λόγους. Ως μέρος ενός βίαιου κόσμου, όπου ό,τι έχει επιβιώσει από την παλιά τάξη πραγμάτων φαίνεται να έχει πλέον εξαντλήσει τα όρια, το ρωσικό κράτος υπό τον Πούτιν, με την σταδιακή αλλά σταθερή εγκατάλειψή της από τις ΗΠΑ, μπορεί να είναι απογυμνωμένο πλέον από τους δορυφόρους και τους ρυθμιστές του και να έχει σαφώς υποχωρήσει ως παγκόσμια στρατιωτική δύναμη, ωστόσο κατάφερε να σταθεροποιήσει την πτωτική πορεία της οικονομίας, και να κερδίσει  χώρο στα γεωπολιτικά στη Μέση Ανατολή. Αυτό όμως δεν συνέβαινε στην Ευρώπη. Από το 2014, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία και η αστραπιαία κίνηση προσάρτηση της Κριμαίας, αναπτύσσεται ένας πόλεμος δια αντιπροσώπων μακράς διάρκειας: Και ενώ το ΝΑΤΟ όπλιζε με άνευ προηγουμένου παροχή τεχνολογίας και όπλων την Ουκρανία χωρίς να λογαριάζει τη Ρωσία, ο Πούτιν, σε μια απεγνωσμένη πράξη που πολλαπλασίασε το ρίσκο και το κόστος, εισέβαλε στην χώρα.

Ο πόλεμος αυτός δεν είναι ούτε ο μόνος, ούτε και ο πιο αιματηρός στον κόσμο. Κι όμως, σηματοδοτεί το τέλος μιας μετάβασης μιας σχετικά ήπιας ασταθούς ιστορικής περιόδου. Προφανώς μπαίνουμε σε μια νέα φάση ακόμα πιο βίαιης, αβέβαιης και ασταθούς, όπου οξύνονται όλες οι αντιθέσεις.  

Νίκος Τριμικλινιώτης

 

Υπάρχει νέος ψυχρός πόλεμος;

του Martin Upchurch

Τους τελευταίους μήνες υπάρχουν εικασίες ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο ψυχρού πολέμου. Σοβαρά mainstream περιοδικά όπως το αμερικανικό The Nation, έχουν αναφερθεί στην κλιμακούμενη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, στην επέκταση της επικράτειας του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας, στην επιτυχή προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν, στις κατηγορίες για χάκινγκ στο διαδίκτυο και στην απέλαση Ρώσων διπλωματών μετά τη δηλητηρίαση του πρώην κατασκόπου Σεργκέι Σκριπάλ και της κόρης του ως λόγους ανησυχίας για τις εδαφικές φιλοδοξίες τόσο του Τραμπ όσο και του Πούτιν. Γράφοντας στο βρετανικό New Statesman, ο καθηγητής στρατιωτικών σπουδών Lawrence Freedman αναπτύσσει ένα πρόσθετο επιχείρημα: ότι ο Ψυχρός Πόλεμος 2.0 είναι ουσιαστικά προϊόν της εποχής του διαδικτύου, αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο συνέχεια με τον Ψυχρό Πόλεμο 1.0, αλλά αναβαθμισμένο από τη δύναμη της προπαγάνδας και της (αν)πληροφόρησης μέσω του διαδικτύου. Κατά τη συνέχιση του επιχειρήματός του, ο Freedman τονίζει ότι «οι δυτικές κυβερνήσεις δεν πρόκειται ποτέ να είναι πολύ καλές στις κρατικά χρηματοδοτούμενες εκστρατείες πληροφόρησης. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι Ρώσοι είναι πεπεισμένοι πως η Δύση είναι αρκετά ικανή στο να υπονομεύει κυβερνήσεις με αυτόν τον τρόπο, αναφέροντας ως παραδείγματα την Αραβική Άνοιξη του 2010/11, τις διαδηλώσεις κατά του Πούτιν στη Μόσχα το 2011 και την εξέγερση στην Ουκρανία το 2014 (υποδεικνύοντας τη δυσκολία τους να πιστέψουν ότι τα λαϊκά κινήματα μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς ουσιαστική βοήθεια από ξένους πράκτορες)».[1]

Άλλοι έχουν απορρίψει τους ισχυρισμούς περί «Νέου Ψυχρού Πολέμου». Στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, ο καθηγητής του Χάρβαρντ Stephen M. Walt τονίζει ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια συγκεκριμένη χρονική περίοδος κατά την οποία δύο υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, εμπλέκονταν σε ιδεολογικούς και εδαφικούς ελιγμούς με σκοπό την καθυπόταξη ή την καταστροφή του άλλου. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 μετά τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, υποστηρίζει ο Walt, τερμάτισε αυτό το θεμελιώδες χάσμα και την οικουμενική ιδεολογική αντιπαράθεση. Ο διπολικός χαρακτήρας του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού έρχεται σε αντίθεση με τον πολυπολικό κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα. Ακολουθεί όχι μόνο η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και η άνοδος εναλλακτικών κέντρων παγκόσμιας ή περιφερειακής ισχύος, όπως η Ιαπωνία στη δεκαετία του 1980, η «ήπια» οικονομική και κανονιστική ισχύς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τώρα η Κίνα. Το περιοδικό Foreign Affairs, που εκδίδεται από το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ, φαίνεται να συμφωνεί με έναν άλλο καθηγητή του Χάρβαρντ, τον Odd Arne Westad, περιγράφοντας τις προσπάθειες ταξινόμησης μιας νέας εποχής του Ψυχρού Πολέμου ως «ορολογική τεμπελιά».[2] Ενώ διακεκριμένοι καθηγητές διεθνών σχέσεων διαφωνούν μεταξύ τους, πρέπει να έχουμε κατά νου πως ο Τραμπ σκεφτόταν του κατά τη λήψη βασικών αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής. Συμπεριφέρεται ορθολογικά; Γιατί αλλάζει συνεχώς τις το μυαλό του, ή υπάρχει κάποιο μεγάλο γενικό σχέδιο, ή είναι απλά πυροβολεί στα τυφλά;

Μια νηφάλια ανάλυση πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις μεγάλες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές των τελευταίων τριών δεκαετιών. Ο (πραγματικός) Ψυχρός Πόλεμος ξεκίνησε με το τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και διήρκεσε μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις 25 Δεκεμβρίου 1991. Οι ΗΠΑ βίωναν την «χρυσή εποχή» των καταναλωτικών δαπανών και δημιούργησαν την ηγεμονία τους στη δυτική σφαίρα όχι μέσω της εδαφικής επέκτασης (όπως στην εποχή του ευρωπαϊκού αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού), αλλά με την οικονομική πίεση που φιλτράρεται μέσω οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ωστόσο, σε περίπτωση που ακολουθούσαν προβλήματα, ήταν απόλυτα πρόθυμη να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της δύναμη για να την επιβάλει. Ο ανταγωνισμός από την ΕΣΣΔ ήταν πραγματικός, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1950 ξεπερνούσαν εκείνους της Δύσης (αν και από χαμηλότερη βάση εκκίνησης). Η ΕΣΣΔ είχε επίσης εκτοξεύσει τον πρώτο διαστημικό δορυφόρο, της σκυλίτσας Λάικα και στη συνέχεια απέστειλε τον Γιούρι Γκαγκάριν στο Διάστημα, πριν από τις ΗΠΑ. Η στρατιωτική στρατηγική της ΕΣΣΔ κατασκευάστηκε για να κρατήσει τα δορυφορικά κράτη υπό έλεγχο και οι εισβολές σε εδάφη άλλων περιορίστηκαν στην εδραίωση της δικής της σφαίρας επιρροής. Ο επακόλουθος οικονομικός και στρατιωτικός ανταγωνισμός οδήγησε σε κλιμακούμενη κούρσα εξοπλισμών, αρχικά επίγεια και στη συνέχεια στο Διάστημα.

Το σοβιετικό μπλοκ φαινόταν να συνδέεται με μια ρητορική πίστη σε ένα κομμουνιστικό κράτος, η οποία ενισχύθηκε στη Δύση από τα κομμουνιστικά κόμματα που παρέμειναν πιστά στις παλιές σταλινικές μεθόδους της ΕΣΣΔ και σε μια διεφθαρμένη πίστη στο «σοσιαλισμό σε μια χώρα». Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ενοποιήθηκαν πάνω σε μια εξίσου άτακτη ρητορική της «δημοκρατίας και της ελευθερίας». Αυτό δεν τις εμπόδισε να παρέχουν κρυφή και μερικές φορές φανερή υποστήριξη σε δεξιούς δικτάτορες στο εξωτερικό και να κυνηγούν «αντιδημοκρατικούς» συμπαθούντες κομμουνιστές στο εσωτερικό μέτωπο. Στους εξέχοντες διαφωνούντες στο σοβιετικό μπλοκ προσφέρθηκε καθεστώς ασύλου, ενώ πολυάριθμες ανταλλαγές κατασκόπων επιβεβαίωσαν τον παζαρεμένο χαρακτήρα του status quo του Ψυχρού Πολέμου. Η αμφίπλευρη ρητορική κατασκευάστηκε με βάση ένα σοβιετικό μοντέλο που είχε σχεδιαστεί για να προστατεύσει τα συμφέροντα της σοβιετικής άρχουσας τάξης και τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, παρά για να υποστηρίξει τις πραγματικές εργατικές εξεγέρσεις είτε στο εσωτερικό είτε στη Δύση ενθαρρύνοντας τον σοσιαλισμό από τα κάτω. Ένα παράδειγμα ήταν η προσφορά του ισχυρού Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στον εξόριστο Ντε Γκολ το 1968 για τη διεξαγωγή νέων εκλογών, μια σανίδα σωτηρίας για τον ίδιο, η οποία έθεσε τέρμα στις κινητοποιήσεις στα εργοστάσια και στους δρόμους.

Ωστόσο, η διαίρεση δεν ήταν χωρίς εδαφικά και ιδεολογικά προβλήματα. Ένα σημαντικό σημείο διαμάχης τα πρώτα χρόνια ήταν οι προσπάθειες του Τίτο και της Γιουγκοσλαβικής Ένωσης Κομμουνιστών να υποστηρίξουν τους Έλληνες κομμουνιστές αντάρτες που πολεμούσαν τις αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.[3] Ο Στάλιν έπρεπε να διατηρήσει τα κέρδη της Συμφωνίας της Γιάλτας, που υπογράφηκε από τον ίδιο, τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ το 1945.[4] Η Συμφωνία είχε σχεδιαστεί για να εδραιώσει μια σοβιετική σφαίρα επιρροής στη μεταπολεμική Ανατολική Ευρώπη με αντάλλαγμα τον συμμαχικό έλεγχο στη Δυτική Ευρώπη. Η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία καθώς και τα ανατολικά βαλκανικά κράτη ενέπιπταν στην αρμοδιότητα του Στάλιν, ενώ η Ιταλία και η Ελλάδα θα βρίσκονταν στη δυτική σφαίρα.

Η προσφορά βοήθειας του Τίτο προς τους Έλληνες κομμουνιστές ανέτρεψε τη συναίνεση και απορρίφθηκε ασμένως από τον Στάλιν, οδηγώντας στη ρήξη Τίτο-Στάλιν το 1948.

Ο Τσόρτσιλ είχε προβλέψει την επερχόμενη φύση αυτής της διάσπασης στην ομιλία του «Σιδηρούν παραπέτασμα» που εκφώνησε στις ΗΠΑ το 1946. Στην ομιλία του ο Τσόρτσιλ απέτινε φόρο τιμής στον «σύντροφό του κατά τη διάρκεια του πολέμου, τον Μάρσαλ Στάλιν» και τη δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά κατηγόρησε τον Τίτο ότι «εμπόδιζε» τις ρυθμίσεις που είχαν συμφωνηθεί για την Ιταλία και την Ελλάδα με την υποστήριξή του στους κομμουνιστές. Προειδοποίησε για μελλοντικές εσωτερικές δυσκολίες με την ύπαρξη κομμουνιστικής «πέμπτης φάλαγγας» στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που «αποτελούν αυξανόμενη πρόκληση και κίνδυνο για τον χριστιανικό πολιτισμό».[5] Ο εδαφικός τεμαχισμός της Ευρώπης είχε έτσι μια ιδεολογική χροιά, όσο ανακριβής και αν ήταν αυτή η χροιά. Στη Δύση, ο λόγος περί δημοκρατίας συνέχισε να διαψεύδεται από τις διαδοχικές εισβολές των ΗΠΑ σε ανυπότακτα καθεστώτα σε χώρες της «πίσω αυλής», όπως η Κούβα, η Γρενάδα, ο Παναμάς και η Αϊτή, καθώς και από τη συγκαλυμμένη υποστήριξη αντικυβερνητικών δυνάμεων στη Νικαράγουα, τη Χιλή και αλλού.

Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ δεν συγκρούστηκαν ποτέ άμεσα, εξ ου και ο «ψυχρός» χαρακτήρας του πολέμου, αλλά διεξήχθησαν πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων σε καυτές περιοχές, κυρίως στην κορεατική χερσόνησο και στο Βιετνάμ, καθώς και στην Καμπότζη και το Λάος. Η Σοβιετική Ένωση, από την πλευρά της, εισέβαλε τόσο στην Ουγγαρία (το 1956) όσο και στην Τσεχοσλοβακία (το 1968) για να τιμωρήσει τους λαούς τους που είχαν τολμήσει να αμφισβητήσουν τη σοβιετική εξουσία από τα κάτω.

Η απειλή ότι ο Ψυχρός Πόλεμος θα μετατρεπόταν σε θερμό ήταν πραγματική, καθώς οι πυρηνικές εντάσεις αυξάνονταν και τα στρατεύματα συγκεντρώνονταν εκατέρωθεν της γερμανικής γραμμής διαχωρισμού. Στο αποκορύφωμά της η ΕΣΣΔ και οι δορυφόροι της τοποθέτησαν σχεδόν μισό εκατομμύριο στρατιώτες στην πρώην Ανατολική Γερμανία με πάνω από 4.200 άρματα μάχης (καταπνίγοντας την εξέγερση εκεί το 1953), ενώ μόνο οι ΗΠΑ είχαν πάνω από 300.000 στρατιώτες στη Δυτική Γερμανία. Η διαιρεμένη πόλη του Βερολίνου, με το Τείχος και τα δίκτυα κατασκόπων, ενσάρκωσε έτσι την πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου, η δε πτώση του Τείχους το 1989 ήταν το καρφί στο φέρετρο της σοβιετικής ηγεμονίας.

Λίγοι -αν όχι κανένας- είχαν προβλέψει το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά το τέλος του ήρθε καθώς ο Σοβιετικός πρόεδρος Γκορμπατσόφ εγκατέλειψε την πεποίθηση ότι ένα οικονομικό μπλοκ θα μπορούσε να ανταγωνιστεί στρατιωτικά ή οικονομικά τη Δύση. Ακολούθησε η εισαγωγή της Γκλάσνοστ (ανοικτή κυβέρνηση) και της Περεστρόικα (αναδιάρθρωση). Η αναβάθμιση του ακριβού προϋπολογισμού του προέδρου των ΗΠΑ Ρέιγκαν για το πρόγραμμα «Πόλεμος των Άστρων» το 1983, το οποίο σχεδιάστηκε για να ξεπεράσει τις σοβιετικές δυνατότητες στο Διάστημα. Στο Ανατολικό Βερολίνο, ο κομμουνιστής ηγέτης της ΛΔΓ, Έριχ Χόνεκερ, είχε αρχίσει να βασίζεται στην υπόθεση ότι τα χιλιάδες σοβιετικά τανκς και στρατεύματα που βρίσκονταν στη ΛΔΓ θα κατέπνιγαν κάθε νέα εξέγερση. Αυτό, υπέθεσε, θα ήταν η γραμμή συγκράτησης του κύματος εξέγερσης και επανάστασης που ήδη μόλυνε τα κομμουνιστικά κράτη της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Όταν ο Γκορμπατσόφ επισκέφθηκε το Ανατολικό Βερολίνο στις 7 Οκτωβρίου 1989 για τους εορτασμούς της 40ής επετείου από την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Ανατολικής Γερμανίας, αφόπλισε το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας δηλώνοντας ότι «η ζωή τιμωρεί όσους έρχονται πολύ αργά». Τα σοβιετικά στρατεύματα παρέμειναν στους στρατώνες τους και έναν μήνα αργότερα το Τείχος κατέρρευσε. Τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια, καθώς οι κομμουνιστές ηγέτες από τη Μόσχα μέχρι τη Σόφια μεταπήδησαν από τον κρατικό καπιταλισμό στον καπιταλισμό της αγοράς για να σωθούν και να ενταχθούν στις παγκόσμιες οικονομικές ελίτ. Μέχρι το τέλος του έτους το ντόμινο είχε επίσης πέσει σε όλη την κομμουνιστική ανατολική και κεντρική Ευρώπη, και το 1991 ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως είχε σχεδιαστεί, έληξε με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σε ξεχωριστά κράτη.

Η περίοδος μετά το 1991 χαρακτηρίζεται από την ενίσχυση του νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και η συναφής παγκοσμιοποίηση της οικονομίας προηγήθηκε του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Οι ρίζες του εντοπίζονται στην αναζήτηση νέων αγορών προϊόντων και πηγών φθηνής εργασίας, καθώς τα κέρδη και η ζήτηση για «δυτικά» καταναλωτικά αγαθά παρέμεναν στάσιμα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, οι επενδύσεις σε κεφάλαιο στη Δύση είχαν δημιουργήσει ένα πλέγμα «κεφαλαιακής μεροληψίας» (web of ‘capital- bias’ ) στις μεταποιητικές επιχειρήσεις που υπονόμευε την εταιρική κερδοφορία. Η ζωντανή εργασία των εργατών, από την οποία θα μπορούσε να εξαχθεί υπεραξία και κέρδος, είχε αντικατασταθεί όλο και περισσότερο από τη νεκρή εργασία του κεφαλαίου, το οποίο αντί να δημιουργεί νέα αξία, απλώς μεταβίβαζε την υπάρχουσα αξία του. Η κατάργηση των δασμολογικών φραγμών, το άνοιγμα νέων αγορών, ο τερματισμός των συναλλαγματικών ελέγχων και η δημιουργία ενός νέου εργατικού δυναμικού εκτός των παλαιότερων προηγμένων οικονομιών ήταν μια διέξοδος για τις δυτικές επιχειρήσεις. Το σοβιετικό μπλοκ, με τις δικές του εμπορικές ρυθμίσεις της ΚΟΜΕΚΟΝ, περικυκλωνόταν όλο και περισσότερο από ένα νέο κύμα δυτικής έμπνευσης και ελεγχόμενης οικονομικής δραστηριότητας που απειλούσε τη δική του ικανότητα ανταγωνισμού. Για τη σοβιετική άρχουσα ελίτ, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, η ιδέα του ανοίγματος των οικονομιών τους σε αυτή τη διαδικασία φαινόταν μάλλον ευκαιρία παρά απειλή. Πολλοί από την παλιά νομενκλατούρα πλούτισαν κατά τη διαδικασία αυτή, καθώς οι πρώην κρατικές βιομηχανίες και η πρωτογενής παραγωγή, όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας, μεταφέρθηκαν στις ιδιωτικές τους τσέπες. Πράγματι, οι πρώην κομμουνιστές ιθύνοντες κρατών από τη Ρωσία μέχρι την Ουγγαρία και την Εσθονία άρπαξαν την ευκαιρία σε ένα νεοφιλελεύθερο όργιο ιδιωτικοποιήσεων, και έτσι γεννήθηκε ο «ολιγάρχης».

Για πολλούς φιλελεύθερους σχολιαστές, όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα με έδρα τις ΗΠΑ, αυτό σηματοδοτούσε το «τέλος της Ιστορίας», καθώς θα ξεκινούσε ένα νέο κύμα δημοκρατίας και ελευθερίας σε όλο τον κόσμο. Έγραψε: «Αυτό που ίσως παρακολουθούμε δεν είναι απλώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ή το πέρασμα μιας συγκεκριμένης περιόδου της μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά το τέλος της Ιστορίας ως τέτοιας: δηλαδή το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και η καθολίκευση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της τελικής μορφής της ανθρώπινης διακυβέρνησης».[6]

Έκανε λάθος. Αντί για την προαναγγελθείσα καλοκάγαθη ατμόσφαιρα, αντιθέτως, γίναμε μάρτυρες ενός κόσμου αυξανόμενης αστάθειας και απρόβλεπτου, ο οποίος ξεκίνησε με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990 και σπαράχθηκε από νέες εδαφικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και αλλού, καθώς τα κράτη διεκδικούσαν τη θέση τους σε έναν νέο πολυπολικό κόσμο. Υποπεριφερειακές φιλοδοξίες άρχισαν να αναδύονται, οδηγώντας στη δυτική εισβολή και την διά της βίας αλλαγή καθεστώτος για την απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και του Καντάφι στη Λιβύη. Αντί να δει την εξάπλωση του οικονομικού πλούτου μέσω του νεοφιλελεύθερου ψεύδους της οικονομίας «trickle-down», ο κόσμος βίωσε αυξανόμενη ανισότητα και στέρηση δικαιωμάτων, καθώς η νεοφιλελεύθερη οικονομία αναδείκνυε τον πολιτικό αυταρχισμό. Οι στρατιωτικές απειλές, αντί να διαλυθούν σε μια φιλελεύθερη ουτοπία, επιταχύνθηκαν – οι συγκρούσεις για την οικονομία έγιναν συγκρούσεις για την πολιτική.

Το 2018 οι ΗΠΑ διαθέτουν 800 στρατιωτικές βάσεις ή εγκαταστάσεις σε περισσότερες από 70 χώρες και πάνω από ένα τέταρτο του ενός εκατομμυρίου Αμερικανών στρατιωτών είναι αναπτυγμένοι στο εξωτερικό.[7] Αυτό είναι σαφές ότι δεν αποτελεί σημάδι μείωσης της παγκόσμιας έντασης ως αποτέλεσμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως ανέμενε ο Φουκουγιάμα, αλλά μάλλον σημάδι των στρατιωτικών προθέσεων των ΗΠΑ σε παγκόσμια κλίμακα. Οι φιλοδοξίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να διατηρήσουν την κυριαρχία τους επί των πλούσιων σε πετρέλαιο κρατών της Μέσης Ανατολής συναντούν την αντίδραση της τρομοκρατικής δραστηριότητας που στοχεύει τις δυτικές δυνάμεις στο έδαφός τους. Η συνεχιζόμενη τραγωδία των προσφύγων που φεύγουν από τον πόλεμο και τη φτώχεια επιδεινώνεται από τους πολέμους δι’ αντιπροσώπων μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ στη Συρία. Το ισραηλινό κράτος έχει λάβει περισσότερο «πράσινο φως» από τις ΗΠΑ για να εκφοβίζει τους γείτονές του και να σφάζει τους Παλαιστίνιους.

Το ρωσικό κράτος υπό τον Πούτιν, απογυμνωμένο πλέον από τους δορυφόρους και τους ρυθμιστές του, έχει σαφώς υποχωρήσει ως παγκόσμια στρατιωτική δύναμη, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί ένα πυρηνικό οπλοστάσιο που ισοδυναμεί αριθμητικά με τις ΗΠΑ (με πάνω από 7.000 πυρηνικές κεφαλές το καθένα). Ωστόσο, ο αριθμός των ενεργών στρατευμάτων της είναι μόνο το ήμισυ των ΗΠΑ και η αεροπορική και ναυτική της δύναμη είναι πολύ μικρότερη (με μόνο ένα αεροπλανοφόρο έναντι 20 των ΗΠΑ, για παράδειγμα). Η στρατηγική προσέγγιση του αμερικανικού στρατού φαίνεται να είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας δύναμης ταχείας αντίδρασης μέσω της αεροπορικής και θαλάσσιας ισχύος, σε αντίθεση με τις φιλοδοξίες της Ρωσίας, που απηχούν τη στρατηγική της παλιάς ΕΣΣΔ, για την εξασφάλιση της χερσαίας κίνησης (διαθέτει πολύ περισσότερα τανκς από τις ΗΠΑ και διατηρεί μια «εφεδρική» δύναμη στρατευμάτων 2 εκατομμυρίων). Πράγματι, ο Πούτιν θεώρησε σκόπιμο να «ασφαλίσει» τα σύνορα της Ρωσίας με χερσαίες επεμβάσεις τόσο στη Γεωργία όσο και στην Ουκρανία, και ο Πούτιν παραμένει βέβαιος για την επιβολή της ρωσικής ισχύος στην ενδοχώρα. Σημεία ανάφλεξης παραμένουν στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τις χώρες της Βαλτικής. Όλα είναι πρώην κράτη-μέλη της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά τα κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) είναι τώρα μέλη τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ουκρανικοί πόλεμοι, φυσικά, αντανακλούσαν αυτές τις εντάσεις, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία να ενεργούν για να δελεάσουν το νέο ουκρανικό κράτος προς το μέρος τους με υποσχέσεις για εμπορικές και οικονομικές παραχωρήσεις. Στην καρδιά του παλιού Ψυχρού Πολέμου, βλέπουμε έτσι μια αναδιάταξη της επιρροής τόσο από τη Ρωσία (σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση) όσο και από τη Δύση (με τη μορφή του ΝΑΤΟ και με όρους «ήπιας» ισχύος την ΕΕ).

Δύο ακόμη παράγοντες πρέπει να εξεταστούν. Ο πρώτος είναι η ανάδειξη της Κίνας σε παγκόσμια δύναμη μετά τη θεαματική ανάπτυξη της οικονομίας της κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο δεύτερος, η αλλαγή της στρατηγικής κατεύθυνσης των ΗΠΑ μετά την εκλογή του Τραμπ. Η αλλαγή της σχετικής παγκόσμιας οικονομικής ισχύος μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ είναι αξιοσημείωτη. Η ηγετική θέση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπόριο εμπορευμάτων επισκιάστηκε από την Κίνα το 2012 – το 2001 το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν μόλις το ένα πέμπτο του μεριδίου των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι εισαγωγές των ΗΠΑ μειώθηκαν από 17% του παγκόσμιου συνόλου σε 12%, ενώ το ποσοστιαίο μερίδιο των εξαγωγών τους μειώθηκε από 12% σε 8%. Αυτό συνοδεύτηκε από ταχεία αύξηση των κινεζικών επενδύσεων στο εξωτερικό, και στο πλαίσιο της στρατηγικής του Πεκίνου «Going Global» οι επενδύσεις αυξάνονται σε βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, καθώς το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα επιδιώκει να οδηγήσει την οικονομία στο ανώτερο σημείο της παγκόσμιας αγοράς στη μεταποιητική παραγωγή.[8]

Η Κίνα έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί το οικονομικό της βάρος για να αναβαθμιστεί σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Έχει σαφώς διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξελισσόμενη πολιτική κατάσταση στην κορεατική χερσόνησο. Αφού δημιούργησε την πρώτη υπερπόντια στρατιωτική της βάση στον Ινδικό Ωκεανό στο Τζιμπουτί στο Κέρας της Αφρικής, φέρεται να σχεδιάζει τώρα άλλη μία στον Νότιο Ειρηνικό στο Βανουάτου, κοντά στα παράκτια ύδατα της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας αναπτύσσει πυραύλους για να αποτρέψει τα αμερικανικά πολεμικά πλοία και διεκδικεί γη για να κατασκευάσει βάσεις στα αμφισβητούμενα νησιά Spratly. Σχεδιάζονται πέντε νέα αεροπλανοφόρα, που θα προστεθούν στο ένα που βρίσκεται ήδη σε λειτουργία. Εν τω μεταξύ, όσον αφορά τον αριθμό των στρατευμάτων, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός παραμένει η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, με περισσότερο από δύο και ένα τέταρτο εκατομμύρια προσωπικό.

Πρέπει να παρακολουθήσουμε τις κινήσεις του προέδρου Τραμπ και να ασχοληθούμε με κάποια «Τραμπολογία» για να διαπιστώσουμε αν τα σχέδιά του να επικαλεστεί νέους εμπορικούς πολέμους είναι προάγγελος μιας σκλήρυνσης της στρατιωτικής του στάσης, η οποία θα έδινε υπόσταση στην άποψη ότι εισερχόμαστε σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, αν και διαφορετικού είδους. Η αντίδραση του Τραμπ στην άνοδο της Κίνας στην πραγματικότητα ταλαντεύεται μεταξύ πολεμικής συμπεριφοράς και προσαρμογής, καθώς εφαρμόζει νέα δασμολογικά καθεστώτα κατά της Κίνας, καθώς και κατά της ΕΕ και των κοντινών γειτόνων Καναδά και Μεξικού στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμφωνίας Ελεύθερων Συναλλαγών (NAFTA). Τις πρώτες εβδομάδες της θητείας του ο Τραμπ δημιούργησε ένα Εθνικό Συμβούλιο Εμπορίου του Λευκού Οίκου υπό τη διεύθυνση του Πίτερ Ναβάρο, του συγγραφέα του βιβλίου Death By China. Η ουσία της νέας πολιτικής είναι ο «επαναπατρισμός» των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού (ιδίως εκείνων που αφορούν την Κίνα) και η δημιουργία εναλλακτικών «εγχώριων» αλυσίδων εφοδιασμού εντός των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ έχουν αποχωρήσει από τη Διασυνοριακή Εταιρική Σχέση Ειρηνικού (με στόχο τον ανταγωνισμό με την Κίνα) και έχουν ανακοινώσει σχέδια για επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA και για μη επικύρωση της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στην απόφαση του Τραμπ τον Ιούνιο του 2017 να αποχωρήσει από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Μάλιστα, ο Τραμπ έχει υποστηρίξει ακόμη και ότι για την κλιματική αλλαγή -αν αυτή υπάρχει- φταίει η Κίνα, όταν το 2012 έγραψε στο Twitter ότι «η έννοια της υπερθέρμανσης του πλανήτη δημιουργήθηκε από και για τους Κινέζους, προκειμένου να καταστεί η αμερικανική μεταποίηση μη ανταγωνιστική».

Ωστόσο, παρά την ανοιχτή αυτή εχθρότητα, όπως στην περίπτωση της Κορέας, ο Τραμπ φαίνεται να αλλάζει γνώμη. Έκτοτε έχει εγείρει δυνατότητες νέων εμπορικών συμφωνιών με την ΕΕ (εκτός της TTIP), και μάλιστα με την Κίνα. Αυτή η αμφισημία και η ασάφεια στην ατζέντα του Τραμπ υποδηλώνει ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η αναδιάταξη των εμπορικών ρυθμίσεων και όχι η καθαρή καταστροφή και υποχώρηση στον απομονωτισμό ή ακόμη και στον πόλεμο (αν και η πιθανότητα αψιμαχιών μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ στον Ειρηνικό ή στη θάλασσα της Νότιας Κίνας παραμένει πραγματική). Ο Τραμπ εκπροσωπεί έναν σταθερό πυλώνα του αμερικανικού προστατευτισμού που έχει μακρά ιστορία εντός της ρεπουμπλικανικής δεξιάς, η οποία ανάγεται τουλάχιστον στον «φόβο» της ανόδου της νέας βιομηχανικής εξέχουσας θέσης της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1980. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του επακόλουθου φλερτ με τον προστατευτισμό και τους εμπορικούς πολέμους παραμένουν απρόβλεπτα, με ένα μείγμα αντίστασης, απορίας και προσαρμογής να είναι πιθανό όχι μόνο εντός της αμερικανικής άρχουσας ελίτ αλλά και με σημαντικούς εμπορικούς εταίρους όπως η Κίνα, ο Καναδάς, το Μεξικό και η ΕΕ. Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να ερμηνεύσουμε τέτοιες ασάφειες σαν προϊόν της ψυχικής κατάστασης του Τραμπ. Σίγουρα είναι ρατσιστής, μισογύνης και ωμός στις εκφράσεις του, εκμεταλλευόμενος τα ευαίσθητα σημεία των αντιπάλων του με ευχέρεια. Διεξάγει όμως μια νέα στρατηγική επίθεση των ΗΠΑ στην οικονομία και στη διεθνή πολιτική σκηνή, για την οποία υπάρχει κάποια λογική, δεδομένου ότι το διεθνές εμπόριο αντιπροσωπεύει πολύ μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ των ΗΠΑ από αυτό των ανταγωνιστών τους.

Πρέπει να συνεχίσουμε ως επαναστάτες σοσιαλιστές να έχουμε επίγνωση ότι η ιστορία του καπιταλισμού είναι γεμάτη με οικονομικούς ανταγωνισμούς μεταξύ εθνικών κρατών που έχουν τη δυνατότητα να μεταπέσουν από τον εμπορικό στον στρατιωτικό πόλεμο. Πράγματι, ο συγκεντρωτικός προστατευτισμός και ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός των αρχών του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη ήταν βασικός παράγοντας στον επακόλουθο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πραγματικός Ψυχρός Πόλεμος από το 1945 έως το 1991 ήταν προϊόν της αναδιάταξης των σφαιρών επιρροής σε μια ευρωπαϊκή ήπειρο που καταστράφηκε για άλλη μια φορά από τον πόλεμο. Επικαλύφθηκε με ιδεολογική αιτιολόγηση (έστω και ρητορική), καθώς δύο μεγάλα μπλοκ ισχύος, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, επεδίωκαν κυριαρχία επί των  λαφύρων που άρπαζαν από τα μπλοκ που ελέγχαν. Ο πολυπολικός χαρακτήρας της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας βλέπει τις ΗΠΑ και πάλι σε πρωταγωνιστική θέση, μια υποταγμένη ρωσική αρκούδα που εξακολουθεί να επιθυμεί να υπερασπιστεί τη φωλιά της, και νέα παιδιά στη γειτονιά με τη μορφή της ΕΕ ως μείζονος εμπορικού μπλοκ και της Κίνας σαν τίγρης στην Ανατολή. Η ισορροπία δυνάμεων παραμένει ασταθής, και μάλλον αντί να διαπιστώσουμε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ίσως είναι καλύτερα να εστιάσουμε την προσοχή μας στην αστάθεια του κόσμου μας και στη συνεχιζόμενη πιθανότητα μαζικών ξεσπασμάτων αντίστασης, καθώς η καταστροφή του καπιταλισμού στη νεοφιλελεύθερη μορφή του επιταχύνεται. Ο τόπος και ο χρόνος αυτών των εκρήξεων δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν, αλλά η κρίση της Ευρωζώνης μετά το οικονομικό κραχ του 2008, η εξέγερση της Αραβικής Άνοιξης το 2010, ο συνεχιζόμενος πόλεμος και η έξοδος των προσφύγων στη Μέση Ανατολή και η κατάρρευση της κεντρικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο αποτελούν όλα μαρτυρία μιας συνεχιζόμενης πολιτικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής κρίσης με πλανητικές διαστάσεις.

[1] Lawrence Freedman “Putin’s new Cold War”, New Statesman, 14 Μαρτίου 2018.

[2] Odd Arne Westad ‘Has a New Cold War Really Begun? Foreign Affairs, 27 Μαρτίου 2018

[3] Παρόλο που ο Τίτο χρησιμοποίησε επίσης σταλινική μέθοδο και πρακτική εναντίον των δικών του αντιφρονούντων στη νέα Γιουγκοσλαβία και υποστηρίζοντας σταλινικές εκκαθαρίσεις στο εξωτερικό.

[4] Ο Τσόρτσιλ αναφέρθηκε αργότερα στη συνάντηση αυτή στα απομνημονεύματά του: «Η στιγμή ήταν κατάλληλη για δουλειές, οπότε είπα: ‘‘Ας τακτοποιήσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Οι στρατοί σας βρίσκονται στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Έχουμε συμφέροντα, αποστολές και πράκτορες εκεί. Μην επιτρέψετε να αντιπαρατεθούμε για μικροπράγματα. Σε ό,τι αφορά τη Βρετανία και τη Ρωσία, πώς θα σας φαινόταν να έχετε ενενήντα τοις εκατό κυριαρχία στη Ρουμανία, εμείς να έχουμε ενενήντα τοις εκατό κυριαρχία στην Ελλάδα και να πάμε στο πενήντα-πενήντα για τη Γιουγκοσλαβία; ‘Ο Τσόρτσιλ έγραψε τους αριθμούς σε ένα χαρτί και το έσπρωξε στο τραπέζι στον Στάλιν. Υπήρξε μια μικρή παύση. Στη συνέχεια πήρε το μπλε μολύβι του και έκανε ένα μεγάλο τικ πάνω του, και μας το έδωσε πίσω. Όλα είχαν διευθετηθεί σε χρόνο που δεν χρειαζόταν για να τα καταγράψουμε».

[5] http://www.historyplace.com/speeches/ironcurtain.htm

[6] Fukuyama, Francis (1989). «Το τέλος της ιστορίας;». The National Interest (16): 3-18.

[7] https://www.globalresearch.ca/the-worldwide-network-of- us-military-bases-2/5564

[8] Για μια πιο λεπτομερή αξιολόγηση βλέπε Martin Upchurch (2018) «Is Globalisation Finished;» («Είναι η παγκοσμιοποίηση τελειωμένη;»), προσβάσιμο στη διεύθυνση http://isj.org.uk/is-globalisation-finished/

Martin Upchurch
+ posts