Μέρος δεύτερο
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος θα εξεταστεί κατά πόσο οι θέσεις τμημάτων της ελληνικής Αριστεράς για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι συμβατές και συνεπείς με τις θέσεις τους για την ελληνο – τουρκική αντιπαράθεση.
Η ελληνική εθνικ(ιστικ)ή προπαγάνδα -των κυβερνήσεων, των ΜΜΕ, των ιδεολογικών μηχανισμών της άρχουσας τάξης γενικώς- σε συνθήκες έλλειψης ουσιαστικού αντι-λόγου από την Αριστερά έχει δημιουργήσει στην πλειονότητα της «κοινής γνώμης» τις εξής βασικές πεποιθήσεις:
α. Τα ελληνικά «εθνικά δίκαια» είναι σύμφωνα και απορρέουν από το διεθνές δίκαιο (το δίκαιο των διεθνών συνθηκών), το οποίο η Τουρκία παραβιάζει με λόγια και με πράξεις.
β. Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε, ενώ αντίθετα η Τουρκία επιβουλεύεται όχι μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στα διεθνή ύδατα, αλλά και εθνική κυριαρχία, δηλαδή τμήματα της χώρας (τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου).
γ. Δεδομένου αυτού, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εξοπλίζεται (τα θηριώδη εξοπλιστικά προγράμματα είναι «αναγκαία») για να υπερασπιστεί τα εδάφη της (και τους πληθυσμούς που διαμένουν σε αυτά τα εδάφη) απέναντι στην τουρκική επιβουλή.
Αυτές οι βασικές πεποιθήσεις είναι οι πυλώνες της ηγεμονίας της ελληνικής άρχουσας τάξης στο εσωτερικό όσον αφορά στον ελληνο – τουρκικό ανταγωνισμό. Υπάρχει όμως ένα αδύναμο σημείο αυτής της ηγεμονίας: ότι, την ίδια στιγμή, η πλειονότητα ή έστω μια ισχυρή μειονότητα της ελληνικής κοινής γνώμης είναι ενάντια στον πόλεμο. Ωστόσο, αυτή η αυθόρμητη αντιπολεμική διάθεση είναι μπλοκαρισμένη από την ισχυρή πεποίθηση ότι η επιθετικότητα της Τουρκίας και η επιβουλή της κατά ελληνικών εδαφών δεν αφήνει περιθώρια: «δεν θέλουμε τον πόλεμο, αλλά η Τουρκία είναι τόσο προκλητική που δεν αφήνει κανένα περιθώριο˙οφείλουμε να εξοπλιζόμαστε για να υπερασπιστούμε τα εδάφη μας».
Αν αυτή είναι η «κατάσταση πνευμάτων» στην ελληνική κοινωνία και αν αυτή είναι συνέπεια των βασικών πεποιθήσεων που προαναφέρθηκαν, η Αριστερά πρέπει να αναρωτηθεί δύο πράγματα: Πρώτο, αν ενστερνίζεται και η ίδια κάποιες (ή όλες) από αυτές τις πεποιθήσεις, και δεύτερο, σε ποια βάση αμφισβητεί την ηγεμονία των ιδεών και της προπαγάνδας της άρχουσας τάξης στο ζήτημα του ελληνο – τουρκικού ανταγωνισμού. Είναι πάντως προφανές ότι αν δεν αμφισβητηθεί η ηγεμονία της «εθνικής αφήγησης» στα συγκεκριμένα ζητήματα, δεν υπάρχει «χώρος» για ουσιαστική παρέμβαση της Αριστεράς – και για αυταπάτες για τις δυνατότητες μιας τέτοιας παρέμβασης.
Ποιες είναι οι διαφορές Ελλάδας – Τουρκίας;
Οφείλουμε να ξεκινήσουμε από αυτό το θεμελιώδες ερώτημα. Η ελληνική «εθνική αφήγηση» ισχυρίζεται ότι υπάρχουν μόνο μονομερείς αξιώσεις της Τουρκίας ενάντια στα «εθνικά μας δίκαια» και όχι πραγματικές διαφορές, κι ότι το μόνο ζήτημα που η Ελλάδα δέχεται πως αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών στο Αιγαίο. Στη συνέχεια θα υποστηρίξουμε και θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι ψευδέστατος. Πράγματι, υπάρχουν πολλές και μείζονος σημασίας ελληνο – τουρκικές διαφορές, δηλαδή ζητήματα που δεν διευθετούνται αυτόματα από τις υπάρχουσες διεθνείς συνθήκες και άρα η διευθέτησή τους εκκρεμεί˙ αυτά τα ζητήματα μπορούν να διευθετηθούν με τους γνωστούς τρεις τρόπους που έχουν μέχρι στιγμής ανακαλυφθεί στην ανθρώπινη ιστορία: α) με διαπραγμάτευση, β) με τη διαιτησία αρμόδιων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, γ) με πόλεμο. Ή με συνδυασμό των τριών: αν τα (α) και (β) δεν αποτρέψουν το (γ), τότε το (γ) μπορεί να τα επιβάλει στο έδαφος στρατιωτικού εκβιασμού ή τετελεσμένων1…
Ας δούμε λοιπόν ποιες είναι οι ελληνο – τουρκικές διαφορές.
1. Θαλάσσια και εναέρια σύνορα (χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος):
Τα θαλάσσια σύνορα (εθνικά χωρικά ύδατα) είναι θαλάσσια έκταση επί της οποίας ασκείται εθνική κυριαρχία, τα εναέρια σύνορα (εθνικός εναέριος χώρος) είναι εναέριος χώρος επί του οποίου ασκείται εθνική κυριαρχία. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία έχουν καθορίσει τα θαλάσσια σύνορά τους στο Αιγαίο σε 6 ναυτικά μίλια,2 η Ελλάδα από το 1936 και η Τουρκία από το 1964.3 Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά; Στο ότι η Ελλάδα α) διεκδικεί την παγκόσμια πρωτοτυπία να έχει καθορίσει εναέρια σύνορα μεγαλύτερα των θαλάσσιων (10 ναυτικά μίλια εναέριο χώρο, έναντι 6 ν.μ. θαλάσσιο) και β) διατηρεί και ανανεώνει διαρκώς με δηλώσεις πολιτικών υπευθύνων την απειλή για επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια.
Τα 10 ναυτικά μίλια στον αέρα είναι μεν ενάντια στη λογική και τη διεθνή πρακτική, αλλά είναι επί της ουσίας μικρό πρόβλημα αφού ο αέρας δεν έχει… πλουτοπαραγωγικούς πόρους προς αξιοποίηση.4 Η συντήρηση όμως της απειλής για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. έχει πολύ μεγάλες συνέπειες – και όχι μόνο στο διμερές επίπεδο. Ο παρατιθέμενος σχετικός χάρτης τεκμηριώνει γιατί: Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. αλλάζει όχι μόνο το διμερές στάτους κβο στο Αιγαίο, αλλά και τους όρους της διεθνούς ναυσιπλοΐας και παρουσίας τρίτων χωρών στα διεθνή ύδατα!
Με βάση τα 6 ν.μ., η Τουρκία ασκεί εθνική κυριαρχία στο 7,4% του Αιγαίου, η Ελλάδα στο 44%, ενώ το 48,4% αποτελεί διεθνή ύδατα. Με βάση τα 12 ν.μ., η Ελλάδα θα ασκεί κυριαρχία στο 71,2% των θαλάσσιων περιοχών του Αιγαίου, η Τουρκία στο 8,7% (αφού προϋποτίθεται ότι θα αυξήσει και αυτή τα χωρικά της ύδατα σε 12 ν.μ.),5 ενώ η έκταση των διεθνών υδάτων θα μειωθεί στο 20,1%.
Με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. το ζήτημα δεν είναι τι χάνει η Τουρκία σε έκταση χωρικών υδάτων (έτσι κι αλλιώς, το δικό της μερίδιο παραμένει ισχνότατο), αλλά τι κερδίζει η Ελλάδα εις βάρος της Τουρκίας (ή και άλλων χωρών):
Πρώτο, η Ελλάδα θα ελέγχει τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, αφού δεν θα υπάρχει συνεχόμενος διάδρομος διεθνών υδάτων για τα πλοία που κατεβαίνουν από τον Βόσπορο για να συνεχίσουν στη Μεσόγειο! (βλέπε σχετικό χάρτη)
Δεύτερο, η δραστική μείωση των διεθνών υδάτων περιορίζει πάρα πολύ τις θαλάσσιες περιοχές όπου θα εκκρεμεί η διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας (σύμφωνα με υπολογισμούς, στο 5%).6 Τα 12 ν.μ. «τελειώνουν» ουσιαστικά και το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, κι αυτό με τη σειρά του συμπαρασύρει και το ζήτημα της ΑΟΖ.
Τρίτο, η μείωση αυτή περιορίζει πάρα πολύ τον θαλάσσιο χώρο στον οποίο η Τουρκία και άλλες ναυτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ναυτικές ασκήσεις.
Τέταρτο, θα περιόριζε μέχρις ασφυξίας τον χώρο για τη δραστηριοποίηση των τουρκικών αλιευτικών.
Το υπεράνω υποψίας για… εθνική μειοδοσία «Πρώτο Θέμα» θέτει το σωστό ερώτημα: «Θα γίνει ‘‘ελληνική λίμνη’’ το Αιγαίο, αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από 6 σε 12 ναυτικά μίλια;».7 Με βάση όσα ειπώθηκαν, η απάντηση είναι καταφατική.
Είναι λοιπόν προφανές ότι στο ζήτημα αυτό υπάρχουν ελληνο – τουρκικές διαφορές, και είναι μάλιστα ζωτικής σημασίας.
2. Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ:
Η ελληνική «εθνική γραμμή», που αποδέχονται όλα τα κόμματα εξουσίας, είναι ότι η διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας είναι το μόνο ζήτημα προς διευθέτηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Για την ΑΟΖ όμως λέει το αντίθετο: ότι αυτή καθορίζεται κατά κάποιον τρόπο «αυτόματα» και με ακρίβεια από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και ότι, επομένως, δεν υπάρχει διαφορά, άρα ούτε αντικείμενο προς διαπραγμάτευση!
Πριν επεξηγήσουμε τι συμβαίνει με την ΑΟΖ, ένα καταρχήν σχόλιο: μπορεί λοιπόν να γίνει ακόμη και πόλεμος μεταξύ δύο χωρών για ένα ανοιχτό ζήτημα -και ανοιχτό είναι ένα ζήτημα για το οποίο οι παραδοχές των δύο χωρών διαφέρουν- χωρίς αυτό να αποτελεί «διαφορά»; Για την ελληνική «εθνική αφήγηση», μπορεί!
Όσον αφορά την ΑΟΖ τώρα, οι σχετικές ρυθμίσεις περιλαμβάνονται στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας8 (στο εξής, «Σύμβαση»), η οποία ξεκαθαρίζει καταρχήν ότι πρόκειται για κυριαρχικό δικαίωμα σε διεθνή ύδατα.9
Η Σύμβαση αναγνωρίζει ΑΟΖ που εκτείνεται σε 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή. Με βάση αυτό, το ελληνικό κράτος θεωρεί αυτόματη συνεπαγωγή πως τα ελληνικά νησιά δικαιούνται ΑΟΖ 200 ν.μ. «στο ακέραιο». Το αποτέλεσμα αυτής της θέσης αποτυπώνεται στον χάρτη που διακινεί η ελληνική πλευρά για την «ελληνική ΑΟΖ».10 Με βάση τον χάρτη αυτόν, το ελληνικό κράτος αθροιστικά με την Κύπρο θεωρεί ότι κατέχει «αυτοδίκαια» αποκλειστικά (κυριαρχικά) δικαιώματα εκμετάλλευσης στα 2/3 περίπου των διεθνών υδάτων της νοτιοανατολικής Μεσογείου και ότι το Καστελόριζο μόνο του κατέχει ΑΟΖ μεγαλύτερη απ’ ό,τι η Τουρκία σε όλη την ακτογραμμή της από τον Βόσπορο μέχρι το Καστελόριζο!
Πρόκειται προφανώς περί ελληνικής ερμηνείας του δικαίου της θάλασσας κι όχι περί κάποιας «αυτόματης» συνεπαγωγής διατάξεων της Σύμβασης. Διότι τα 200 ν.μ. ισχύουν «αυτοδίκαια» μόνο σε ανοιχτές θάλασσες. Σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες (το Αιγαίο περιλαμβάνεται στις δεύτερες), όπου μάλιστα υπάρχει πυκνό ή σχετικά πυκνό νησιωτικό σύμπλεγμα ή και νησιά πολύ απομακρυσμένα από τον ηπειρωτικό κορμό μιας χώρας (όπως, για παράδειγμα, το Καστελόριζο), δεν υπάρχουν τέτοια «αυτονόητα». Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν υπάρχει διμερώς συμφωνημένος καθορισμός της ΑΟΖ, αρμόδια είναι τα δικαιοδοτικά όργανα που ορίζει η Σύμβαση – τα οποία όμως επιλαμβάνονται του ζητήματος και εκδίδουν αποφάσεις μόνο ύστερα από προσφυγή των ενδιαφερόμενων χωρών. Ήδη υπάρχει διεθνής νομολογία, καθώς έχουν εκδικαστεί πολλές περιπτώσεις, εκ των οποίων κάποιες έχουν ισχυρές αναλογίες με το Αιγαίο και ειδικά με την περίπτωση του Καστελόριζου.10
Από τη μια, η Ελλάδα διεκδικεί πλήρη επήρεια της ακτογραμμής των νησιών. Από την άλλη, η Τουρκία διεκδικεί τον καθορισμό ΑΟΖ με βάση τη μέση γραμμή ανάμεσα στα ελληνικά και τουρκικά ηπειρωτικά παράλια. Πρόκειται για δύο «συμμετρικούς» παραλογισμούς που οι δύο χώρες γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν αποδεκτοί από το αρμόδιο διεθνές δικαστήριο.11
Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο ότι το ελληνικό κράτος δεν προτείνει στην Τουρκία την από κοινού προσφυγή στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα που προβλέπει η Σύμβαση για να επικυρώσει τα «αυτονοήτως» απορρέοντα από το διεθνές δίκαιο κυριαρχικά του δικαιώματα. Η Τουρκία, με τη σειρά της, διακηρύσσει το δικό της «δίκιο», που επίσης θεωρεί ότι απορρέει αυτονόητα από το δίκαιο της θάλασσας και αποφεύγει επίσης να θέσει ζήτημα προσφυγής στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Έτσι, Ελλάδα και Τουρκία στο συγκεκριμένο ζήτημα αρνούνται την ύπαρξη διαφοράς, αρνούνται τη διαπραγμάτευση, αρνούνται την προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα! Τι απομένει; Μονομερείς εκατέρωθεν ισχυρισμοί για το εύρος της ΑΟΖ, διακίνηση άτυπων χαρτών που αποτυπώνουν τις εκατέρωθεν διεκδικήσεις και προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων μέσω τρίτων η οποία καταλήγει στο να εμπλέκεται το ζήτημα των χωρικών υδάτων με το ζήτημα της ΑΟΖ!12
Ωστόσο, η Σύμβαση προβλέπει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τη διαδικασία καθορισμού της ΑΟΖ, με το άρθρο 74:
«Άρθρο 74 Οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές
1. Η οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 38 του καταστατικού του διεθνούς δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης.
2. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα κράτη προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο μέρος XV.
3. Εκκρεμούσης της συμφωνίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα ενδιαφερόμενα κράτη, σε πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την επίτευξη προσωρινών διευθετήσεων πρακτικού χαρακτήρα και, κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, για να μην θέσουν σε κίνδυνο ή παρεμποδίσουν την επίτευξη οριστικής συμφωνίας. Οι διευθετήσεις αυτές δεν επηρεάζουν την τελική οριοθέτηση.
4. Όπου ισχύει συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, τα ζητήματα που αναφέρονται στην οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας».
Εδώ μαθαίνουμε λοιπόν πως η Ελλάδα (εξίσου και η Τουρκία) παραβίασε ολοσχερώς το άρθρο 74 (και στις 4 παραγράφους του) της Σύμβασης του 1982!
- Δεν απευθύνθηκε στην Τουρκία για συνομιλίες με σκοπό την «επίτευξη δίκαιης λύσης» – κάτι που απέφυγε επίσης να κάνει η Τουρκία.
- Δεν προσέφυγε στις διαδικασίες που προβλέπονται στο μέρος XV της Σύμβασης (δικαιοδοτικά όργανα/δικαστήριο) – κάτι που απέφυγε επίσης να κάνει η Τουρκία..
- Δεν κατέβαλε κάθε προσπάθεια για την επίτευξη διευθετήσεων προσωρινού χαρακτήρα – κάτι που απέφυγε επίσης να κάνει η Τουρκία..
Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει ΑΟΖ! Ισχυρίζεται ότι δικαιούται ΑΟΖ της οποίας την έκταση περιγράφει με βάση χάρτη ο οποίος δεν έχει καμία νομική ισχύ και κυκλοφορεί ατύπως.
3. Κυπριακό:
Στο Κυπριακό οι δύο χώρες μοιράζονταν μέχρι πρόσφατα μια καταρχήν κοινή βάση για την επίλυσή του: τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία. Όπως γράψαμε ήδη στο πρώτο μέρος του άρθρου, οι συνομιλίες στο πλαίσιο αυτό έφτασαν δύο φορές στην αποτύπωση πλαισίου συμφωνίας, το 2004 και το 2017. Και τις δύο φορές ήταν η ελληνο-κυπριακή πλευρά που τορπίλισε την τελευταία στιγμή τη συμφωνία, ενώ ο Ελληνοκύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης είχε εκφράσει παρασκηνιακά τη θέση του υπέρ της λύσης δύο κρατών.13 Την τελευταία διετία και στο πλαίσιο της όξυνσης του ελληνο – τουρκικού ανταγωνισμού, η Τουρκία διακηρύσσει καθαρά τη λύση δύο κρατών.14
Προκειμένου για το Κυπριακό, βέβαια, δεν είναι σωστό να γίνεται λόγος περί ελληνο – τουρκικής διαφοράς, αφού η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ανεξάρτητο κράτος και όχι «μια μικρή Ελλάς στη νοτιοανατολική Μεσόγειο». Το Κυπριακό όμως εξακολουθεί να είναι ζήτημα που «εξάπτει» τον ελληνο – τουρκικό ανταγωνισμό και, το κυριότερο, ζήτημα στο οποίο πιθανή πολεμική εμπλοκή Ελλάδας – Τουρκίας μπορεί να έχει τις τραγικότερες συνέπειες σε σχέση με οπουδήποτε άλλο σημείο εμπλοκής. Διότι, μακριά από εθνικιστικές φαντασιώσεις και τυχοδιωκτισμούς, η Τουρκία έχει στην Κύπρο το απόλυτο στρατιωτικό πλεονέκτημα. Αν μιλήσουν τα όπλα, η Τουρκία έχει τη στρατιωτική ευχέρεια να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα στη νησί, και θα εξαρτηθεί από τις εκτιμήσεις της ίδιας ποια μορφή και έκταση θα έχουν.15
Με την πολιτική «προβοκάτσια» ενάντια στις λύσεις διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας το 2004 και το 2017, η ελληνοκυπριακή αστική τάξη συμβάλλει στη μετατόπιση προς τη λύση των δύο κρατών, την οποία όμως καμία ελληνο-κυπριακή κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχθεί δημόσια. Διατηρεί έτσι την εκκρεμότητα στο Κυπριακό και κατά συνέπεια διατηρεί ντε φάκτο την εμπλοκή του Κυπριακού με τις ελληνο – τουρκικές διαφορές, διατηρεί την εκκρεμότητα των εγγυητριών δυνάμεων και εκθέτει έτσι τον κυπριακό λαό (στον Βορρά αλλά κυρίως στον Νότο) σε θανάσιμους κινδύνους σε περίπτωση ελληνο-τουρκικής στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
4. Αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου:
Ο ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο αλλάζει διαρκώς κέντρα βάρους. Τα τελευταία σχεδόν 3 χρόνια το κέντρο της αντιπαράθεσης ήταν το ζήτημα των ΑΟΖ˙ το τελευταίο διάστημα προστέθηκε από την πλευρά της Τουρκίας το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η Τουρκία επικαλείται τη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 (με την οποία η Σαμοθράκη, η Λήμνος και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου «κατακυρώθηκαν» στην Ελλάδα) και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 (με την οποία τα Δωδεκάνησα περιήλθαν σε ελληνική κυριαρχία). Η Τουρκία δεν επέλεξε τυχαία αυτή την αιχμή, διότι η «απαίτησή» της έχει όντως κάποια βάση στις δύο αυτές συνθήκες.16 Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με όλα τα άλλα, οι συνθήκες είναι απλώς ένα πρόσχημα για να στηριχτούν αξιώσεις πολύ πέραν αυτών ή για να παρουσιαστεί ένα επιμέρους «δίκιο» σαν καθολικό.
Οι συνθήκες της Λοζάνης του 1923 και των Παρισίων του 1947 συνήφθησαν σε ιστορικές συγκυρίες πολύ μακρινές και στο έδαφος των διεθνών συσχετισμών που είχαν προκύψει από τον Πρώτο και τον Δεύτερο, αντίστοιχα, Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πρώτη περίπτωση (Συνθήκη της Λοζάνης), η Οθωμανική Αυτοκρατορία όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά διαλύθηκε και τα ιμάτιά της διαμοιράστηκαν από του νικητές του ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Ενώ η Τουρκία ήταν νικήτρια στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο (ύστερα από τη Μικρασιατική εκστρατεία και «καταστροφή»), δεν είχε Ναυτικό για να ολοκληρώσει τη νίκη της στη θάλασσα και -κυρίως- «κληρονόμησε» τις συνέπειες της ήττας και διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι, η Συνθήκη της Λοζάνης αποτύπωσε όχι μόνο τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό αλλά και ευρύτερα τον διεθνή συσχετισμό.
Με τη συνθήκη των Παρισίων του 1947, η ήττα της Ιταλίας (και του φασιστικού άξονα συνολικά) ανάγκασε -μεταξύ άλλων- την Ιταλία να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα – η ουδετερότητα της Τουρκίας στον πόλεμο δεν λειτούργησε υπέρ της.
Στο μεταξύ όμως όλα έχουν αλλάξει, και οι συνθήκες αυτές δεν μπορούν να «χωρέσουν» τις επιδιώξεις ούτε του ελληνικού ούτε του τουρκικού καπιταλισμού. Χαρακτηριστικά, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, από τη μία δηλώνει πως «ό,τι απειλείται, στρατιωτικοποιείται» και από την άλλη δηλώνει πως έχει σεβαστεί πλήρως τις διατάξεις των συνθηκών τις σχετικές με τις δύο προαναφερθείσες συνθήκες: «Στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της συμφωνίας CFE».17
Το κλίμα που δημιουργείται στο εσωτερικό από σύσσωμο τον Τύπο και τις καθεστωτικές δυνάμεις είναι ότι η αποστρατικοποίηση των νησιών είναι προοίμιο της κατάληψής τους από την Τουρκία. Αν όμως είναι έτσι, τότε γιατί στα Δωδεκάνησα «υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής» μόνο; Έχουν εγκαταλειφθεί στην τουρκική κατακτητική βουλιμία κατ’ απαίτηση της Συνθήκης των Παρισίων;
Έναν αιώνα ύστερα από τη Συνθήκη της Λοζάνης και 75 χρόνια ύστερα από τη Συνθήκη των Παρισίων, η επίκλησή τους τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Τουρκία είναι υποκριτική: η Τουρκία γνωρίζει ότι δεν κινδυνεύει από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στα νησιά, εκτός αν η ίδια ξεκινήσει κάποιον πόλεμο και τον χάσει˙ και η Ελλάδα γνωρίζει ότι μόνο η ειρήνη με την Τουρκία μπορεί να «θωρακίσει» τα νησιά – η αποτελεσματική στρατιωτική τους θωράκιση είναι σχεδόν αδύνατη, τουλάχιστον για κάποια από αυτά, και σίγουρα δεν είναι σύμφωνη με τις δύο συνθήκες…
Ελληνική αστική τάξη: θρασυδειλία και τυχοδιωκτισμός
Αν τα πράγματα έχουν όπως εκτέθηκαν παραπάνω, τότε οι ελληνο – τουρκικές διαφορές είναι όχι μόνο υπαρκτές αλλά και προφανείς. Οι άρχουσες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, όμως, έχουν τους λόγους τους να αφήνουν ανοιχτές όλες τις εκκρεμότητες και να μη διαπραγματεύονται: ελπίζουν σε τετελεσμένα που θα βελτιώσουν τη θέση καθεμιάς ενάντια στην άλλη.
Η τουρκική άρχουσα τάξη ελπίζει ότι η αναβάθμισή της σε περιφερειακή δύναμη και η ανατροπή υπέρ της του συσχετισμού δυνάμεων και το γεγονός ότι παραμένει πολύτιμος ο περιφερειακός της ρόλος (απέναντι στη Ρωσία και στα υποκαυκάσια κράτη, τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική), αλλά και οι δυσμενείς για τη Δύση συνέπειες αν περάσει ολοκληρωτικά στο απέναντι διεθνές στρατόπεδο, αργά ή γρήγορα θα λειτουργήσουν υπέρ των δικών της συμφερόντων. Η ελληνική άρχουσα τάξη, αντίθετα, ελπίζει ότι η «αποξένωση» της Τουρκίας από τη Δύση θα συνεχιστεί και θα ενταθεί κι ότι αυτή η συνθήκη δίνει, για πρώτη φορά ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους, την ιστορική ευκαιρία να είναι στη «σωστή πλευρά» των διεθνών συμμαχιών και έτσι να κατοχυρώσει σημαντικά κέρδη.
Επειδή γνωρίζει ότι αυτό είναι ένα ιστορικό «παράθυρο ευκαιρίας» δεν θα μένει ανοιχτό για πάντα, γίνεται ανυπόμονη, βουλιμική, τυχοδιωκτική. Κρατάει και τις πιο παράλογες διεκδικήσεις της ανοιχτές (όπως, για παράδειγμα, ότι το Καστελόριζο έχει ΑΟΖ μεγαλύτερη από τη συνολική ΑΟΖ των τουρκικών παραλίων μέχρι και το Καστελόριζο), προκαταβάλλει κάθε δυνατή εκδούλευση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και το ΝΑΤΟ (βάσεις, πόλεμος στην Ουκρανία) και αναπτύσσει συμμαχίες με ό,τι πιο αντιδραστικό στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική – και ελπίζει να κερδίσει έτσι το ιστορικό «λαχείο».
Η ελληνική αστική τάξη είναι μια θρασύδειλη αστική τάξη, που η πολιτική της (από ιστορική άποψη) κινείται σαν εκκρεμές μεταξύ του κατευνασμού και του τυχοδιωκτισμού. Ο θρασύδειλος «χαρακτήρας» της δεν οφείλεται στον χαρακτήρα των εκάστοτε ηγεσιών της -αυτές επιτελούν ιστορικούς ρόλους που καθορίζονται από ιστορικές συγκυρίες και συσχετισμούς και ωμές υλικές πραγματικότητες- αλλά στις ιστορικές της εμπειρίες. Χωρίς την ελληνική επανάσταση η παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων και η Ναυμαχία της Ναυπάκτου δεν θα γεννούσαν το νεοελληνικό κράτος, αλλά από την άλλη η ελληνική επανάσταση είχε ηττηθεί, και το νεοελληνικό κράτος οφείλει τη γέννησή του στην παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Οι δύο ελληνο-τουρκικοί πόλεμοι στους οποίους η Ελλάδα δεν είχε τις «πλάτες» των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ο πόλεμος του 1997 και του 1974, έληξαν με καταστροφή. Οι ένδοξες σελίδες της γράφτηκαν όταν βρέθηκε στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», όταν οι νικήτριες μεγάλες δυνάμεις του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου έβαλαν στόχο τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διαμοιρασμό των ιματίων της. Τότε, η ιμπεριαλιστική της εξάπλωση τη μέθυσε τόσο, ώστε να φαντασιωθεί την πλήρη εξάλειψη του τουρκικού έθνους με την εκστρατεία στον Σαγγάριο και με στόχο την Άγκυρα. Ο τυχοδιωκτισμός αυτός έφερε τη Μικρασιατική «καταστροφή», που θα έπαιρνε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις αν η Τουρκία είχε Ναυτικό και αν δεν επενέβαιναν οι μεγάλες δυνάμεις. Η Συνθήκη της Λοζάνης αποτύπωσε αυτό το ισοζύγιο «θριάμβου και καταστροφής», παγιώνοντας τα σημερινά σύνορα μεταξύ των δύο χωρών.
Στην Κύπρο το 1974 η ελληνική αστική τάξη ηττήθηκε (στον βαθμό που ήταν δικής της έμπνευσης και οργάνωσης το πραξικόπημα του Σαμψών), το δε 1996 στα Ίμια ο Σημίτης αισθάνθηκε υποχρεωμένος να ευχαριστήσει δημόσια τον Αμερικανό πρόεδρο επειδή η παρέμβασή του απέτρεψε τα χειρότερα.
Έτσι, έχει γίνει στοιχείο του dna της ελληνικής αστικής τάξης αυτός ο αντιφατικός, θρασύδειλος χαρακτήρας: πότε να «λουφάζει» στα «κεκτημένα» ασκώντας πολιτική κατευνασμού και πότε να διαβλέπει ιστορικές ευκαιρίες και να γίνεται ικανή για τους μεγαλύτερους τυχοδιωκτισμούς. Είμαστε ακριβώς στην ιστορική συγκυρία που η ελληνική αστική τάξη μετατοπίζεται προς το άκρο της διεκδίκησης της νέας «ιστορικής ευκαιρίας» και του τυχοδιωκτισμού.
Αυτό είναι πολύ άσχημο νέο για τις εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα και την Κύπρο! Διότι είναι απολύτως βέβαιο ότι θα πληρώσουν όχι μόνο με εκατόμβη δικαιωμάτων (τα κανόνια θα στερήσουν ακόμη περισσότερο το βούτυρο – «για την πατρίδα, ας τρώγομεν και πέτρες»), αλλά ίσως και με το αίμα τους, τους τυχοδιωκτισμούς που εμπνέονται από το «ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας».
Ειρήνη στο Αιγαίο!
Σε πλήρη αντίθεση με τους τυχοδιωκτισμούς της άρχουσας τάξης, η ελληνική Αριστερά πρέπει να γράψει στις σημαίες της το «Ειρήνη στο Αιγαίο!». Και να το υποστηρίξει με συγκεκριμένες θέσεις σε όλο το φάσμα των ελληνο-τουρκικών διαφορών.
Χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος:
6 ναυτικά μίλια στον αέρα και τη θάλασσα – μονομερής και οριστική παραίτηση της Ελλάδας από την επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 ν.μ. στο Αιγαίο.
Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ:
Απόσυρση του παράλογου χάρτη της Σεβίλλης – Διαδικασία για καθορισμό ΑΟΖ σύμφωνα με το άρθρο 74 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας: διαπραγμάτευση με την Τουρκία για τον καθορισμό της και αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, από κοινού προσφυγή στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα που προβλέπει η Σύμβαση – Αν η Τουρκία αρνηθεί την από κοινού προσφυγή, μονομερής προσφυγή της Ελλάδας.
Αποστρατικοποίηση ελληνικών νησιών:
Οι συνθήκες του 1923 (Λοζάνης) και του 1947 (Παρισίων) έλυσαν οριστικά το ζήτημα των συνόρων και της κυριαρχίας στα ελληνικά νησιά, αλλά δεν μπορούν να λύσουν, μετά από έναν αιώνα και 75 χρόνια, αντίστοιχα, το ζήτημα της στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Με στόχο την ειρήνη στο Αιγαίο, ο τρόπος για να λυθεί είναι α) πολιτικός και διπλωματικός: επίλυση διαφορών, β) με τη σταθερή μείωση των στρατιωτικών – εξοπλιστικών δαπανών.
Κυπριακό:
Πρέπει να εναντιωθούμε στο δόγμα «Η Κύπρος αποφασίζει – η Ελλάδα συμπαραστέκεται». Η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος και επομένως, προφανώς, αποφασίζει. Η Ελλάδα, όμως, ανεξάρτητο κράτος επίσης, για ποιον λόγο να συμπαραστέκεται σε ό,τι αποφασίσει η Κύπρος; Όταν η Κύπρος τορπιλίζει στο «παρά πέντε» σχέδια επίλυσης του Κυπριακού με βάση τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, η Ελλάδα οφείλει να συμπαραστέκεται σε αυτό; Υπάρχουν «κοινά συμφέροντα του ελληνισμού στην Κύπρο», για τα οποία αποφασίζει μονομερώς η Κύπρος; Και δεν ισχύει εδώ ο κανόνας του «διεθνούς δικαίου»; Πρόκειται για υποκρισία.
Η ελληνική Αριστερά πρέπει να αναδείξει αυτή την υποκρισία και να φροντίσει να μη χτίζει σχέσεις με την κυπριακή Αριστερά στο έδαφος της ίδιας υποκρισίας. «Αρμόδια» να παλέψει ενάντια στον ελληνο-κυπριακό εθνικισμό και τους τυχοδιωκτισμούς τής κατά Μακάριο Δρουσιώτη ελληνο-κυπριακής «συμμορίας»18 είναι η ελληνο-κυπριακή Αριστερά. Η ελληνική Αριστερά, όμως, οφείλει να έχει άποψη για το Κυπριακό για τρεις λόγους:
α) Για να είναι σε θέση να εκφράσει την αλληλεγγύη της στην ελληνο-κυπριακή αλλά και την τουρκο-κυπριακή Αριστερά. Όχι όμως γενικώς και αορίστως και σε οποιαδήποτε βάση: η «εντοπιότητα» αποφασίζει για το ποιος έχει τη δυνατότητα να παλέψει αποτελεσματικά ενάντια στην αστική τάξη της χώρας του, όχι για το δικαίωμα στην άποψη ή την ορθότητα της άποψης!
β) Για να ξεκαθαρίσουν οι απόψεις μέσα στην ελληνική Αριστερά και να διεξαχθεί αποτελεσματικά η πάλη ενάντια στις επιρροές της «εθνικής γραμμής» στους κόλπους της. Από αυτή την άποψη και γι’ αυτόν τον σκοπό, η ελληνική Αριστερά πρέπει να υποστηρίζει λύση επανένωσης με πλαίσιο διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας με ενισχυμένα στοιχεία αυτοδιοίκησης για τους Τουρκο-κύπριους. Παρόλο που οι δύο αστικές τάξεις (του Βορρά και του Νότου) δεν φαίνονται διατεθειμένες να μοιράσουν εξουσία και κέρδη, αλλά ταυτόχρονα ακριβώς γι’ αυτό, η Αριστερά οφείλει να έχει μεταβατικό αίτημα για τη λύση του Κυπριακού και να μην παραπέμπει τη λύση στις σοσιαλιστικές καλένδες. Η λύση των δύο ανεξάρτητων και διεθνώς αναγνωρισμένων κρατών δεν είναι «εξ ορισμού» απαράδεκτη, θα είναι όμως δείκτης αποτυχίας που πρέπει να χρεωθεί πλήρως και με τον πλέον εμφατικό τρόπο στην ελληνο-κυπριακή αστική τάξη.
γ) Για να μπορούμε να απαντούμε στους ανθρώπους με τους οποίους μιλάμε «τι λέμε για το Κυπριακό» – η άποψη ότι «η Κύπρος είναι μια ανεξάρτητη χώρα και δεν είναι δική μας δουλειά τι θα συμβεί εκεί», εκτός από λάθος, είναι και μη πειστική.
Τέλος, απέναντι στις δυνάμεις της ελληνικής πατριωτικής Αριστεράς που έχουν την άποψη περί Κύπρου «ενιαίας και ανεξάρτητης»,19 πρέπει να τεθεί το ερώτημα: με ποιον τρόπο θα επιβληθεί το ξαναμάντρωμα της τουρκο-κυπριακής κοινότητας, που τώρα έχει το δικό της κράτος, σε ρόλο μειονότητας σε μια ελληνική Κύπρο αν όχι με πόλεμο; Και σε ποια χιλιετηρίδα φαντάζονται ότι θα έχουν δημιουργηθεί οι συσχετισμοί για έναν τέτοιο, νικηφόρο πόλεμο; Για να μην υπάρχει παρανόηση: η λύση της «ενιαίας (δηλαδή ελληνικής) και ανεξάρτητης» Κύπρου είναι άδικη και αντιδραστική έτσι κι αλλιώς. Το γεγονός όμως ότι για να επιβληθεί προϋποθέτει τον πόλεμο, τερατώδεις εξοπλισμούς και τη μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε «μικρό Ισραήλ», ακόμη χειρότερα το γεγονός ότι είναι ανέφικτη με οποιονδήποτε τρόπο η επίτευξη συσχετισμών για έναν τέτοιο πόλεμο, την κάνουν και πολεμοκάπηλη και τυχοδιωκτική.
Ο κίνδυνος της εισβολής
Έχοντας πει όλα αυτά όμως, δεν λύνουμε το πρόβλημα της απάντησης στο ύστατο ερώτημα: «καλά όλα αυτά, αλλά αν η Τουρκία εισβάλει σε ελληνικό νησί, δεν πρέπει να αντισταθούμε; Και για να το κάνουμε, δεν πρέπει να έχουμε στοιχειωδώς αξιόμαχο στρατό;». Το ερώτημα αυτό είναι στα μυαλά των ανθρώπων επειδή υποβάλλεται από την προπαγάνδα της «εθνικής αφήγησης» με τη γνωστή μέθοδο: θέτω το ερώτημα με τρόπο που καθοδηγεί την απάντηση με τον επιθυμητό για την άποψή μου τρόπο.
Πρόκειται για λάθος ερώτημα! Το σωστό ερώτημα είναι τούτο: οι ελληνο-τουρκικές διαφορές αφορούν την κυριαρχία (δηλαδή τα σύνορα) ή τα κυριαρχικά δικαιώματα σε διεθνή ύδατα και τους ρόλους στο ΝΑΤΟ και τις περιφερειακές διενέξεις; Αν τεθεί έτσι το ερώτημα, η απάντηση είναι προφανής: δεν είναι διαφορές για τα σύνορα που μπορούν να προκαλέσουν μια πολεμική αναμέτρηση, αλλά η όξυνση του ανταγωνισμού για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα. Και έτσι η σχέση αιτίου και αποτελέσματος αναποδογυρίζεται: είναι η αντιπαράθεση για ζητήματα κυριαρχικών δικαιωμάτων, ρόλου στο ΝΑΤΟ, ενεργειακών δρόμων20 και εμπλοκής σε περιφερειακές διενέξεις, που μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο˙ και είναι ο πόλεμος που μπορεί να ξεσπάσει για τέτοια αιτία που μπορεί να έχει αποτέλεσμα την παραβίαση συνόρων.
Το μόνο ζήτημα κυριαρχίας (δηλαδή συνόρων) που υπάρχει υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τίθεται από την Ελλάδα κι όχι από την Τουρκία και αφορά στα 10 ν.μ. εναέριο χώρο σε αντίθεση με 6 ν.μ. χωρικά ύδατα και στη συντήρηση του ζητήματος επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12 ν.μ.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το ερώτημα είναι πώς θα εξασφαλίσουμε την ειρήνη, και η απάντηση είναι προφανής: βγάζοντας από τη μέση τις ελληνο – τουρκικές διαφορές για χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (με διάλογο ή και προσφυγή στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα), με λύση στο Κυπριακό στη βάση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, «απενεργοποιώντας» την αντιπαράθεση για τους ρόλους στο ΝΑΤΟ και τις περιφερειακές διενέξεις! Και, επομένως, «καταπολεμώντας» αποτελεσματικά τους τυχοδιωκτισμούς της ελληνικής άρχουσας τάξης, η οποία σε μια νέα ιστορική έξαρση μεγαλομανίας θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο το «βούτυρο» των εργαζόμενων τάξεων για τα κανόνια, αλλά και το αίμα τους, σε Ελλάδα και Κύπρο, ρισκάροντας ακόμη και μια πολεμική αναμέτρηση.
Τα δικαιώματα και τη ζωή των εργαζόμενων τάξεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα του πληθυσμού των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, θα προστατευτούν όχι με κούρσα εξοπλισμών αλλά αντίθετα με αποφασιστική μείωση των στρατιωτικών δαπανών˙ όχι με μεγαλομανείς απαιτήσεις για «ναυτικό αποκλεισμό» της Τουρκίας με 12 ν.μ. στο Αιγαίο και ΑΟΖ σύμφωνα με τον χάρτη της Σεβίλλης, αλλά με συμβιβασμό ύστερα από διαπραγμάτευση σε αυτά τα ζητήματα ή, αν δεν υπάρξει συμβιβασμός, με προσφυγή στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Σημειώσεις-παραπομπές:
1. Ο πόλεμος στην Κύπρο το 1974 επέβαλλε μια μακρά περίοδο διαπραγμάτευσης για τη «λύση του Κυπριακού», αλλά στο έδαφος των στρατιωτικών και πολιτικών τετελεσμένων που δημιούργησε. Το «θερμό επεισόδιο» στα Ίμια το 1996 δεν ήταν αρκετό για να επιβάλει κάποιου είδους διαπραγμάτευση, ενέγραψε όμως μια βαριά υποθήκη για το μέλλον: ίσως, στο μέλλον, ένα νέο θερμό επεισόδιο ή και πολεμική εμπλοκή να έχει τη δύναμη να την επιβάλει πάνω στο έδαφος τετελεσμένων…
2. Με την εξαίρεση νησιών του ανατολικού Αιγαίου των οποίων η απόσταση από την τουρκική ακτογραμμή είναι μικρότερη των 12 μιλίων, οπότε τα θαλάσσια σύνορα τοποθετούνται στη μέση απόσταση.
3. Βλέπε το πρώτο μέρος «Η Αριστερά μπροστά στο ενδεχόμενο ‘‘θερμού επεισοδίου’’ ή και πολέμου με την Τουρκία» (https://commune.org.gr/i-aristera-brosta-sto-endechomeno-thermou-epeisodiou-i-kai-polemou-me-tin-tourkia/), σημείωση 8
4. Παράλληλα βέβαια, το γεγονός αυτό καθιστά αυτή την αξίωση του ελληνικού κράτους αναίτια και εντελώς παράλογη.
5. Βέβαια, η θαλάσσια έκταση στην οποία η Τουρκία θα ασκεί εθνική κυριαρχία με τα 12 ν.μ. αυξάνεται σε απόλυτο μέγεθος, μειώνεται όμως δραστικά σε σχέση με την αντίστοιχη ελληνική, αφού με 6 ν.μ. η σχέση μεταξύ των δύο είναι περίπου 1 προς 6, ενώ με 12 ν.μ. μεταβάλλεται σε περίπου 1 προς 8.
6. Γίνεται έτσι κατανοητό γιατί και πώς διαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται δύο καταρχήν εντελώς διακριτά ζητήματα: τα χωρικά ύδατα (ζήτημα συνόρων, άρα εθνικής κυριαρχίας) και η υφαλοκρηπίδα (ζήτημα εκμετάλλευσης υποθαλάσσιων πόρων, άρα κυριαρχικών δικαιωμάτων εκμετάλλευσης υποθαλάσσια πέραν των χωρικών υδάτων). Κάτι ανάλογο ισχύει με τη σχέση χωρικών υδάτων και ΑΟΖ.
7. «Πρώτο Θέμα», 11/6/2022
8. Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 179 της 23/06/1998 σ. 0003 – 0134 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.
9. Wikipedia για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και τη διαφορά της με την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα (υπογραμμίσεις του συντάκτη): «Η ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) είναι η θαλάσσια έκταση εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο. Εκτείνεται δυνητικά μέχρι τα 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή. Η χρήση του όρου μπορεί να περιλαμβάνει την υφαλοκρηπίδα ονομαστικά και μόνο. Σε επίπεδο ουσίας δικαίου και συνεπαγόμενων δικαιωμάτων είναι δύο διαφορετικές ζώνες. Η ΑΟΖ δεν συμπεριλαμβάνει τα χωρικά ύδατα, ούτε και την υφαλοκρηπίδα πέραν των 200 ν.μ. Η διαφορά χωρικών υδάτων και ΑΟΖ είναι πως τα χωρικά ύδατα αφορούν σε πλήρη κυριαρχία, ενώ η ΑΟΖ αποτελεί απλό ‘‘κυριαρχικό δικαίωμα’’, το οποίο αναφέρεται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους μέχρι και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η επιφάνεια είναι διεθνή ύδατα».
10. Η Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρει πράγματι ρητά (άρθρο 121, παράγραφος 2) ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ, η οποία καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο που καθορίζεται η ΑΟΖ ηπειρωτικών περιοχών με ακτογραμμή. Ωστόσο, το ΔΔΧ κατά την εκδίκαση σχετικών προσφυγών αποφασίζει σταθερά με γνώμονα το κριτήριο ότι το μέγεθος της ακτογραμμής ενός παράκτιου κράτους υπερτερεί της ακτογραμμής ενός μικρού νησιού. Με βάση αυτό το κριτήριο, δεν δίνει «πλήρη επήρεια» (full effect) σε τέτοια νησιά.
Επ’ αυτού υπάρχει ήδη διεθνής νομολογία καθώς το αρμόδιο διεθνές δικαστήριο έχει εκδικάσει ήδη σχετικές υποθέσεις. Από όλες, αυτή που προσιδιάζει περισσότερο με τη διένεξη Ελλάδας – Τουρκίας είναι η υπόθεση Νικαράγουας – Κολομβίας, η οποία εκδικάστηκε το 2012 από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το Δικαστήριο πρώτα αποφάνθηκε για το ζήτημα της κυριαρχίας επί 7 νησίδων που διεκδικούσε η Νικαράγουα από την Κολομβία, απορρίπτοντας το αίτημα της Νικαράγουας και αποδίδοντάς τες στην Κολομβία. Στη συνέχεια όμως δεν αναγνώρισε πλήρη ΑΟΖ σε αυτές τις νησίδες, ενώ για 3 νησίδες της Νικαράγουας που εγκλωβίστηκαν εντός της κολομβιανής ΑΟΖ αναγνώρισε μόνο κυριαρχικά δικαιώματα 12 ναυτικών μιλίων. Έτσι, η Κολομβία κέρδισε μεν την κυριαρχία επί των νησίδων, αλλά έχασε ένα μεγάλο μέρος της διεκδικούμενης από αυτήν ΑΟΖ. Το ΔΔΧ, όπως κάνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, καθόρισε πρώτα την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα των δύο κρατών με βάση τη μέθοδο της «μέσης γραμμής» και μετά την επανακαθόρισε με βάση τη γνωστή άποψή του περί «επιείκειας και ειδικών περιστάσεων» (equity and special circumstances), δίνοντας στη Νικαράγουα μεγαλύτερη ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα σε σύγκριση με αυτήν που θα έπαιρνε με βάση τη «μέση γραμμή».
11. Αν η ακτογραμμή του Καστελόριζου έχει πλήρη επήρεια όσον αφορά την ΑΟΖ, τότε η ελληνική ΑΟΖ εφάπτεται της αντίστοιχης κυπριακής και ο «ναυτικός αποκλεισμός» της Τουρκίας στο ζήτημα της ΑΟΖ γίνεται πλήρης. Επίσης, η ΑΟΖ του Καστελόριζου που δεν επιτρέπει τον καθορισμό ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.
12. Ο χάρτης αυτός καταρτίστηκε με τον εξής… έγκυρο από την άποψη του διεθνούς δικαίου τρόπο: Το 2007 με την υποστήριξη του… υπουργείου Παιδείας και Επιστημών της Ισπανίας, οι καθηγητές Juan Luis Suárez de Vivero και Juan Carlos Rodríguez Mateos του Πανεπιστημίου της Σεβίλλης, κατέγραψαν την θαλάσσια γεωγραφία της Ευρώπης, με αναλυτικούς χάρτες και γραφήματα, εκδίδοντας τον «Άτλαντα των Ευρωπαϊκών Θαλασσών και Ωκεανών» («Atlas of the European Seas and Oceans Marine jurisdictions, sea uses and governance»). Πέραν του χάρτη, το έργο περιλαμβάνει μια ταξινόμηση όλων των κύριων θαλάσσιων χρήσεων και δραστηριοτήτων στις ευρωπαϊκές θάλασσες. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε στο σύνολο του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντασσόμενο στη στρατηγική ολοκληρωμένης θαλάσσιας πολιτικής της Ε.Ε., γνωστή και ως «Μπλε Βιβλίο» (Blue Book).
13. Χαρακτηριστική περίπτωση ο καθορισμός τουρκο-λιβυκής ΑΟΖ (το γνωστό τουρκο-λιβυκό σύμφωνο) το 2020. Ο καθορισμός της ακολούθησε το τυπικό της διαδικασίας που προβλέπει η Σύμβαση (διμερής συμφωνία και κατάθεσή της στον ΟΗΕ), αλλά αμφισβητήθηκε από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βλέπε Wikipedia «Τουρκολιβυκό σύμφωνο θαλάσσης». Ο σχετικός χάρτης δείχνει την τουρκο-λιβυκή ΑΟΖ να τέμνει το νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης. Σε απάντηση (…) άρχισαν οι διαρροές περί πρόθεσης της ελληνικής κυβέρνησης να αυξήσει τα χωρικά ύδατα της Κρήτης (!) σε 12 ν.μ.
14. Βλέπε το πρώτο μέρος «Η Αριστερά μπροστά στο ενδεχόμενο ‘‘θερμού επεισοδίου’’ ή και πολέμου με την Τουρκία» (https://commune.org.gr/i-aristera-brosta-sto-endechomeno-thermou-epeisodiou-i-kai-polemou-me-tin-tourkia/), σημείωση 11
15. «Δεν έχει νόημα να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις […] η λύση είναι δύο ισότιμα κυρίαρχα κράτη […] πρέπει να συζητήσουμε πώς θα γίνει αυτό», Χουλουσί Ακάρ, υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, δηλώσεις στο τουρκικό τηλεοπτικό κανάλι «Χαμπέρ Γκλομπάλ».
16. Η ιδέα ότι μπορεί η Κυπριακή Φρουρά, αν εξοπλιστεί σαν αστακός (κάτι που θα σήμαινε ότι α) η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να ξοδεύει όλο το ΑΕΠ της σε στρατιωτικές δαπάνες και να μετατραπεί σε ένα «μικρό Ισραήλ», β) ότι θα απαιτούνταν επιπλέον η ενεργός κι όχι απλώς διπλωματική εγγύηση των συνόρων της από τις ΗΠΑ) αποτελεί φαντασίωση πέρα από τα όρια του τυχοδιωκτισμού.
17. Η Συνθήκη της Λοζάνης αναφέρει:
«Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
• Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέργερσιν οχυρωματικού τινός έργου.
• Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοίαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις, θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοϊαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
• Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».
Η Συνθήκη των Παρισίων αναφέρει:
«Αι ανωτέρω νήσοι (σ.σ. τα Δωδεκάνησα) θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι».
18. Από το σάιτ του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, κείμενο με τίτλο «Τουρκικοί ισχυρισμοί περί ασποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου».
19. Βλέπε, για παράδειγμα, «Κύπρος ενιαία ανεξάρτητη», 12/1/2017, στο www.antapocrisis.gr
20. Αγωγοί φυσικού αερίου και πιθανές διαδρομές τους, μέσω Τουρκίας ή Ελλάδας, αλλά και ενεργειακές υποδομές με περιφερειακή σημασία (βλέπε Ρεβυθούσα ή ο κόσμος που εξήγγειλε πρόσφατα η Τουρκία ότι θα κατασκευάσει στην Ανατολική Θράκη σε συνεργασία με τη Ρωσία). Σε αυτό το άρθρο δεν αναφερθήκαμε σε αυτό διότι δεν υπάγεται σε ό,τι ορίζεται ως ελληνο – τουρκικές διαφορές.
-
Πάνος Κοσμάςhttps://commune.org.gr/author/panoskosmas/
-
Πάνος Κοσμάςhttps://commune.org.gr/author/panoskosmas/
-
Πάνος Κοσμάςhttps://commune.org.gr/author/panoskosmas/
-
Πάνος Κοσμάςhttps://commune.org.gr/author/panoskosmas/